Η οικονομία της αγοράς δεν μας δίνει πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό το γνωρίζουμε, το βιώσαμε και το πληρώνουμε κάθε φορά που   από αστοχίες στο πλαίσιο των προβληματικών κανόνων της, μπαίνουμε σε μια κρίση. Όμως, από εκεί μέχρι την κατάργηση θεμελιωδών αρχών, όπως είναι εκείνη που θέλει τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους μιας  οικονομίας  να οδεύουν σε τομείς που έχουν τις μεγαλύτερες αποδόσεις, υπάρχει τεράστια απόσταση.  Η συρρίκνωση ενός τομέα της οικονομίας μιας χώρας, δεν θα είναι πλέον αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης των συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρει, αλλά αποτέλεσμα πολιτικών εντολών. Πώς αλλιώς να κατανοήσει κανείς τις δηλώσεις του γερμανού υπουργού οικονομικών  Wolfgang Schaeuble, ότι το κυπριακό χρηματοοικονομικό μοντέλο έφτασε στο τέλος του και πρέπει να συρρικνωθεί στο 40% του μεγέθους του;

Η αλήθεια είναι, ότι η Κύπρος μαζί με μια σειρά άλλων ευρωπαϊκών κρατών, έχουν αναπτύξει υπέρμετρα τον τομέα των υπηρεσιών, στις οποίες ένα σημαντικό μερίδιο κατέχουν οι χρηματοοικονομικές. Πρωταθλήτρια είναι το Λουξεμβούργο που τα τελευταία χρόνια εξοικονόμησε το 85% του ΑΕΠ του από τις υπηρεσίες το μεγαλύτερο μέρος από τις τράπεζες, τις ασφάλειες, τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία. Ακολουθούν το Λιχτενσταιν, η Ελβετία, η Μάλτα, η Ιρλανδία και η Μεγάλη Βρετανία . Στη Μάλτα το ενεργητικό των τραπεζών είναι μεγαλύτερο 8 φορές από το ΑΕΠ, στην Κύπρο και την Ιρλανδία 7,5 φορές, στη Βρετανία 5,5 φορές. Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται στις 3,5 φορές. 

Το μέγεθος ενός υπερμεγέθους τραπεζικού συστήματος περικλείει πράγματι σημαντικούς κινδύνους για τη χώρα που το έχει, οι οποίοι κατά περίπτωση μπορούν να εμφανιστούν ως συστημικοί. Κάθε φορά που ένα πιστωτικό ίδρυμα της χώρας κινδυνεύει με κατάρρευση, απελείται και η χώρα με το μικρό ΑΕΠ με χρεοκοπία, αφού δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες στήριξης μιας ή και περισσοτέρων τραπεζών.

Μετά την χρεοκοπία της  Lehman Brothers ζήσαμε τέσσερις τραπεζικές κρίσεις, στην Ισλανδία στην Ιρλανδία στην Ισπανία και τώρα στην Κύπρο. Η περίπτωση της κατάρρευσης της Λαϊκής Τράπεζας, οδήγησε γρήγορα  την κυπριακή οικονομία  κοντά στην χρεοκοπία. Οι αιτίες είναι πολλές, αλλά η αρχή έγινε με τις απώλειες  από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, όπου οι κυπριακές τράπεζες, έχασαν συνολικά 4,5 δις Ευρώ. Πρόκειται για εσφαλμένες τοποθετήσεις κυρίως της περιόδου 2009-2010 , όπου οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων προϊόντος του χρόνου με τις απανωτές υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης γίνονταν ελκυστικότερες. Ακόμη λόγω των υψηλών επιτοκίων που προσέφεραν στις καταθέσεις, ήταν υποχρεωμένες να αναλαμβάνουν μεγάλους κινδύνους στις χορηγήσεις, χτίζοντας έτσι χαρτοφυλάκια με ανορθόδοξη κατανομή του κινδύνου. Οι επιλογές αυτές είχαν τελικά ως αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η βιωσιμότητα των τραπεζών.

Συμπέρασμα; Το πρόβλημα δε βρίσκεται στο μέγεθος, αλλά στην ποιότητα των χαρτοφυλακίων, τόσο από πλευράς κόστους συγκέντρωσης κεφαλαίων, όσο και στις επιλογές για τη διάθεσή τους. Σε ότι αφορά δε τις κατηγορίες περί ξεπλύματος μαύρου χρήματος, σαφώς η Κύπρος θα πρέπει να εφαρμόζει πιστά, όχι μόνο να ψηφίζει τους κανόνες διαφάνειας που σχετίζονται με την προέλευση των καταθέσεων, ενώ οι νομισματικές της αρχές θα πρέπει να ελέγχουν τα μεγάλα ανοίγματα, αλλά και τις αμφιβόλου ασφάλειας χορηγήσεις που μπορούν να θέσουν τα ιδρύματα σε κίνδυνο. Η προσήλωση στους κανόνες, μετά την ανασύνταξη των τραπεζών, αποτελεί τη μοναδική εγγύηση για να ανακτήσουν τη χαμένη τους αξιοπιστία. Ταυτόχρονα, μαζί με τα άλλα πλεονεκτήματα που διαθέτει το νησί θα αποκτήσει μια σταθερή βάση ώστε το συρρικνωμένο χρηματοοικονομικό της κέντρο να έχει διάρκεια.

Έτσι, οι παράλογες απαιτήσεις του κ. Schaeuble  με τον καιρό θα πέσουν στο κενό, αν και δεν δικαιούται δια να ομιλεί, αφού κατά τον ΟΟΣΑ, «η Γερμανία αποτελεί το Ελδοράδο ξεπλύματος μαύρου χρήματος στην Ευρώπη» (Der Spiegel 3/2012),  ενώ κάποια άλλη χώρα θα μπορούσε να απαιτήσει τον περιορισμό της αυτοκινητοβιομηχανίας του που…ρυπαίνει ή της παραγωγής αρμάτων που …σκοτώνουν. Ας μη χάνουμε λοιπόν το μέτρο!
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς