Προκαλεί εντύπωση η συνειδητή άρνηση της κυβέρνησης να αδράξει το “πάτημα” που έδωσε το ΔΝΤ με την παραδοχή του “λάθους” και να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση προωθεί την άποψη ότι έχει ήδη συμφωνηθεί να γίνουν διορθώσεις στο πρόγραμμα αν η ύφεση ξεπεράσει φέτος την πρόβλεψη, και διαδίδει με “μισόλογα” ότι ήδη προωθούνται μέτρα όπως η μείωση του Φ.Π.Α. στην εστίαση ή, ακόμη, ότι θα γίνει λίγο “σκόντο” στο φόρο για τα ακίνητα. Σιγά τα αυγά.

Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η ύφεση φέτος θα είναι μεγαλύτερη από την πρόβλεψη. Το γνωρίζουν οι ίδιοι οι κυβερνητικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες, το γνωρίζει και η τρόικα και με βάση αυτή τη σιωπηρή παραδοχή επανεξετάζονται ήδη παρασκηνιακά κάποιες παράμετροι. Είναι, όμως, τέτοια η ζημιά που έχει γίνει στον παραγωγικό ιστό και την κοινωνία που δεν διορθώνεται με μέτρα-ασπιρίνη.

Το πρόγραμμα έχει επιφέρει ζημιές πολεμικού τύπου στην οικονομία και οι εμπνευστές του οφείλουν πολεμικές αποζημιώσεις στη χώρα. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει κάνει “σημαία” την ομολογία του ΔΝΤ και να διεκδικεί εδώ και τώρα ως αντιστάθμισμα αναπτυξιακά κονδύλια για να γίνει η περίφημη επανεκκίνηση της οικονομίας.

Ασφαλώς, η παραδοχή του ΔΝΤ δεν οφείλεται σε αιφνίδια αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης ή σε κάποιους “υπολογισμούς” που έκαναν εκ των υστέρων οι οικονομολόγοι του. Το ΔΝΤ παραμένει ένας αντιδραστικός οργανισμός, ο οποίος προωθεί μια πολιτικά συντηρητική και οικονομικά νεοφιλελεύθερη ατζέντα, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα διαλύεται για να πουληθεί φθηνά σε πανίσχυρα συμφέροντα που ήδη παζαρεύουν μεταξύ τους τις χρυσές δουλειές που θα γίνουν μετά το 2020.

Επιπλέον, η ομολογία του “λάθους” από το ΔΝΤ εξυπηρετεί και πολιτικές σκοπιμότητες, όπως η πίεση των ΗΠΑ και άλλων χωρών προς τη Γερμανία για να αλλάξει πολιτική, αλλά και για να μετριαστεί το βάρος της εντός τη Ευρωζώνης.

Η κυβέρνηση Σαμαρά φαίνεται ότι υιοθετεί την τακτική του να μην “ενοχλεί” τη Γερμανία ελπίζοντας ότι θα “ανταμειφθεί” στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης “συνολικής λύσης” η οποία θα περιλαμβάνει και τη χώρα μας. Η τυφλή υποταγή, όμως, της κυβέρνησης σε αυτές τις απαιτήσεις μεταφέρει όλο το βάρος στο εσωτερικό, στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, η αντοχή των οποίων εξαντλείται.