Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων συνιστά έναν από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας, επισημαίνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε έκθεση που εκπόνησε, καθώς προκύπτει ότι καλύπτει το 1/5 του συνόλου των επιχειρήσεων της μεταποίησης και σε αυτόν απασχολείται το 1/4 του συνόλου των απασχολούμενων στην παραγωγή.

Ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και τον κύκλο εργασιών, ο τομέας καλύπτει το 30% και 25% αντίστοιχα στο σύνολο μεταποίησης.
Σημειώνεται ότι ο κλάδος υπέστη ισχυρό πλήγμα το 2009, οπότε και ξεκίνησε η υφεσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, σε όρους απασχόλησης, ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, πωλήσεων κ.α..

Η μείωση αυτή όμως προήλθε κυρίως από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (κάτω των 10 εργαζομένων) οι οποίες αποτελούν ωστόσο και τη συντριπτική πλειοψηφία, τόσο στη βιομηχανία τροφίμων (95%), όσο και στα ποτά (90%).

Παρόλα αυτά, ύστερα από μια πτώση της μέσης ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τροφίμων, ποτών και καπνού κατά 23% περίπου την περίοδο 2005-2008, την τριετία 2009-2011 ο κλάδος καταγράφει τη μεγαλύτερη μέση ετήσια συμβολή του ως προς το σύνολο της μεταποίησης σε όρους προστιθέμενης αξίας παραγωγής από τις αρχές του 2000.

Με βάση τα παραπάνω, το ΙΟΒΕ εκτιμά πως η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις ώστε να παραμείνει βασικός μοχλός ανάπτυξης της χώρας, ακόμα και σε αυτή την ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο που βιώνουμε.

Η έκθεση τονίζει από την άλλη, την ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην εξωστρέφεια και τις εξαγωγές ώστε να μπορέσει να αποτελέσει η ελληνική βιομηχανία τροφίμων το πραγματικό εφαλτήριο αναπτυξιακής τροχιάς.