του Κωστή Πλάντζου

Ηπιότερες λύσεις, σε σχέση με τα αρχικά σχέδια, φαίνεται πως επέλεξε τελικά το υπουργείο Οικονομικών, ως προς τις σαρωτικές κατασχέσεις μέσω ίντερνετ, email. Ενώ αρχικά σχεδιαζόταν να γίνεται ηλεκτρονική κοινοποίηση σε οφειλέτες και όχι μόνο, το σχέδιο νόμου που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών την Δευτέρα το βράδυ, προβλέπει την αποστολή ηλεκτρονικών κατασχετηρίων κατά κύριο λόγο στις τράπεζες για την κατάσχεση υπολοίπων καταθέσεων των οφειλετών.

Το νομοσχέδιο κομίζει νέα ήθη στην είσπραξη των φόρων, με άμεση πρόσβαση του φοροελεγκτικού μηχανισμού στους τραπεζικούς λογαριασμών όσων ελέγχονται από την εφορία ως ύποπτοι για φοροδιαφυγή, εισάγει το νομοσχέδιο για την Τυποποίηση των Λογιστικών Ελέγχων που κατέθεσε στην Βουλή το υπουργείο Οικονομικών, τη Δευτέρα το βράδυ.

Με άλλη διάταξη ορίζεται ότι, ειδικά και μόνο για φέτος, δεν υποχρεώνονται οι φορολογούμενοι να δηλώσουν στις φορολογικές δηλώσεις του 2013 τους τόκους καταθέσεων του 2012, συνολικού ύψους έως 250 ευρώ καθαρά (μετά τους φόρους δηλαδή) από όλους τους λογαριασμούς κάθε δικαιούχου.

Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο προβλέπει ότι:

–          Ορίζεται ότι το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο δεν ισχύει έναντι των αρμόδιων για την είσπραξη και τον έλεγχο στον τομέα των δημοσίων εσόδων υπηρεσιών της Φορολογικής Διοίκησης καθώς και των αρμοδίων υπηρεσιών και ασφαλιστικών ταμείων  για την είσπραξη των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών.

–          Δημιουργείται Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών στο οποίο θα έχει πρόσβαση το σύνολο των υπηρεσιών των φορολογικών και ελεγκτικών υπηρεσιών, το ΣΔΟΕ, η Οικονομική Αστυνομία, ο Οικονομικός Εισαγγελέας, ο Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς και η Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Θα γίνεται χρήση όπου επιβάλλεται άρση τραπεζικού απορρήτου. Κάθε λογαριασμός θα συνδέεται με το ΑΦΜ του δικαιούχου. Κάθε πελάτης πιστωτικού ιδρύματος  και ιδρύματος  πληρωμής  που δεν διαθέτει Α.Φ.Μ. κατά τη δημοσίευση του νόμου οφείλει να τον γνωστοποιεί σε αυτά εντός 30 ημερολογιακών ημερών από τη δημοσίευσή του. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης,  τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται  στη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου, ακόμα και να μην εκτελούν συναλλαγές που ζητούν οι πελάτες τους. Αν από λάθος ή άλλη αιτία ανακτηθούν στοιχεία άλλων προσώπων και όχι αυτών που ελέγχονται, αυτό δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού και τραπεζικού απορρήτου καθώς και του απορρήτου των στοιχείων σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Οι αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου υποχρεούνται να καταστρέφουν αμελλητί τα στοιχεία αυτά.

–          Προκειμένου ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, η κοινοποίηση του κατασχετηρίου διενεργείται ηλεκτρονικά.  Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής του από το πιστωτικό ίδρυμα. Η διαδικασία αυτή τίθεται  σε πλήρη λειτουργία εξήντα (60) ημέρες από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε καθίσταται υποχρεωτική για τους φορείς του Δημοσίου. Δεν θα την εφαρμόζουν μόνο σε περιπτώσεις που για λόγους ανώτερης βίας αποκλείεται η ηλεκτρονική επικοινωνία.

–          Οι επιχειρήσεις θα καταβάλλουν τον Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών έως στις 20 κάθε μήνα, με βάση το τελικό ψηφίο του ΑΦΜ τους.

– Καθορίζονται κριτήρια ελέγχου των ελεγκτικών εταιριών. Ο έλεγχος μπορεί να γίνεται από υπαλλήλους του Δημοσίου ή και από ιδιώτες.

–          Επιτρέπεται η παρουσία εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων μιας ξένης αρχής στα γραφεία της αρμόδιας ελληνικής ελεγκτικής αρχής. Σε περιπτώσεις ανταλλαγής πληροφοριών για φορολογικούς και τελωνειακούς ελέγχους μεταξύ ελληνικών και ξένων ευρωπαϊκών κρατών ή φορέων, η αρμόδια ελληνική αρχή θα παρέχει τις πληροφορίες  το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος. Η ανταλλαγή πληροφοριών θα εφαρμόζεται από 1.1.2015, ακόμα και χωρίς να έχει προηγηθεί αίτημα εάν ένα κράτος θεωρεί πιθανώς χρήσιμες τις πληροφορίες που έχει και για ένα άλλο κράτος, για:
α) μισθούς
β) αμοιβές διευθυντών
γ) προϊόντα ασφάλειας ζωής
δ) συντάξεις
ε) ακίνητη περιουσία και εισόδημα από ακίνητη περιουσία.