Της Στεφανίας Σούκη

Η χθεσινή ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Θ. Σκυλακάκη, προέδρου της Δράσης και ευρωβουλευτή των Φιλελευθέρων και Δημοκρατών συνοψίζει την κριτική που ασκείται τις τελευταίες ημέρες για τις εξελίξεις στο διαγωνισμό του Ελληνικού, με την υποβολή της μίας και μόνης προσφοράς, των 915 εκατ. ευρώ, του ομίλου Λάτση από κοινού με τις Fosun και Al Maabar. O κ. Σκυλακάκης επικαλείται δραστική αλλαγή των όρων του διαγωνισμού, μετά την αποχώρηση ενός εκ των βασικών υποψηφίων επενδυτών (βλ. Κατάρ) και τη μη εξάντληση των δυνατοτήτων, κατά τον ίδιο, από το ΤΑΙΠΕΔ, προκειμένου να ληφθούν περισσότερες της μιας προσφοράς.

Το ΤΑΙΠΕΔ αναμένεται να δώσει επισήμως απαντήσεις στις επικρίσεις των τελευταίων ημερών, οι λόγοι ωστόσο που έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστοί για τους τρεις ξένους διεκδικητές του μεγαλύτερου έργου ανάπλασης που προωθείται αυτή την στιγμή στην Ευρώπη, είναι πολλοί και διαφορετικοί. Το Κατάρ, που είχε και τα πετροδολάρια, ήταν αυτό που αποχώρησε νωρίς και στο σημείο αυτό φαίνεται να εστιάζουν οι περισσότερες αντιδράσεις, δεδομένου ότι στην περίπτωση των Ισραηλινών της Elbit και των Βρετανών της L&R τα πράγματα φαίνεται να είναι πιο ξεκάθαρα.

Το Κατάρ

Οι αρχικές αιτιολογίες για την πρώτη αποχώρηση των Αράβων σχετίζονταν με την πολιτική τους να προτιμούν τις διακρατικές συμφωνίες (χωρίς δηλαδή τη διενέργεια διαγωνιστικών διαδικασιών που επιβάλλουν οι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης) καθώς και με την έλλειψη φορολογικών κινήτρων για την επένδυση του Ελληνικού. Οι Άραβες ωστόσο, μετά από ουκ ολίγες διαβουλεύσεις, μπήκαν στη διαγωνιστική διαδικασία και υπαναχώρησαν δεύτερη φορά. Οι πληροφορίες για τη δεύτερη αποχώρηση του Κατάρ αναφέρουν ότι οι Άραβες δεν ικανοποιήθηκαν από τις μέχρι τότε απαντήσεις του ΤΑΙΠΕΔ όσον αφορά θέματα χρήσεων γης, συντελεστών δόμησης, ύψους (για τους ουρανοξύστες- τοπόσημα που έχει προτείνει τελικά και η Lamda και ήθελε και το Κατάρ), μίσθωσης των κτιρίων που θα κατασκευασθούν στο Ελληνικό σε δημόσιους φορείς ώστε να εξασφαλισθούν- κατά το δυνατόν- έσοδα και ταμειακές ροές. Κι αυτό με το σκεπτικό, ότι αυτού του όγκου οι επενδύσεις, στις περισσότερες των περιπτώσεων σε όλο τον κόσμο έχουν αντιμετωπίσει (κυρίως κατά τα αρχικά τους στάδια) μεγάλα προβλήματα είτε σε επίπεδο χρηματοδότησης, είτε σε επίπεδο απορρόφησής τους.

Ως απάντηση στις παραπάνω αιτιάσεις, κύκλοι που παρακολούθησαν τη διαγωνιστική διαδικασία αναφέρουν ότι θέματα  όπως η μίσθωση σε κυβερνητικούς φορείς ή η παροχή φορολογικών κινήτρων θα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις και άρα θα προσέκρουαν σε όσα υπαγορεύει η Ε.Ε.. Ως προς το θέμα των χρήσεων γής, συντελεστών δόμησης κ.τ.λ. οι ίδιοι κύκλοι επισημαίνουν ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν την ίδια ενημέρωση τόσο για τη σύμβαση όσο και για τους όρους δόμησης μέσα από τον ειδικό διαδικτυακό τόπο (Virtual Data Room- VDR) του ΤΑΙΠΕΔ για το διαγωνισμό. «Το Κατάρ πολύ πριν την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας είχε γνώση για  την περίπτωση του Ελληνικού (σ.σ. παραπέμποντας στο μνημόνιο  συνεννόησης της κυβέρνησης Παπανδρέου για τις επενδύσεις των 5 δισ. ευρώ) και μετά είχε μία ομάδα 60 στελεχών στην Ελλάδα για το συγκεκριμένο project. Ωστόσο, οι Καταριανοί έκριναν τελικά ότι ο συγκεκριμένος διαγωνισμός είχε πολύ μεγαλύτερο ρίσκο σε σχέση με τα δεκάδες έργα που εξετάζουν καθημερινά σε όλο τον κόσμο».  Ένας επιπλέον λόγος φαίνεται ότι ήταν και η αρνητική εμπειρία των Καταριανών γενικότερα από τις κατά καιρούς σχεδιαζόμενες επενδύσεις τους στην Ελλάδα.

Η Elbit

Οι λόγοι της αποχώρησης των ισραηλινών της Elbit φαίνεται να είναι πιο ξεκάθαροι και σχετίζονται κυρίως με τα χρηματοοικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο όμιλος, αφού δεδομένο ήταν εξ’ αρχής ότι οι Ισραηλινοί διατηρούσαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο (εξ’ ού και το αίτημά τους προς το ΤΑΙΠΕΔ και τον ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο για περαιτέρω παράταση του διαγωνισμού). Η εταιρεία Plaza -η Elbit έχει το 62%- είναι αυτή που στην ουσία μπήκε μπροστά για το διαγωνισμό του Ελληνικού γιατί κάλυπτε θεωρητικά την εμπειρία και είχε τη χρηματοοικονομική δυνατότητα. Ωστόσο, ο όμιλος αντιμετώπισε μεγάλα χρηματοοικονομικά προβλήματα χωρίς να μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τους πιστωτές του. Για το λόγο αυτό έχει υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης, για το οποίο οι αρμόδιες αρχές της έχουν δώσει περιθώριο για την επίτευξη συμφωνίας, μέχρι τη συνέλευση των πιστωτών, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 17 του Απριλίου 2014. Αν μέχρι την ημερομηνία αυτή, οι δύο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, κατά πάσα πιθανότητα, θα στραφούν σε μια διαδικασία εκκαθάρισης , η οποία θα προκαλέσει σημαντικές ζημιές στην εταιρεία, τους πιστωτές και τους μετόχους της.

H L&R

Όσον αφορά την London & Regional Properties, εξ’ αρχής φαίνεται ότι είχε εστιάσει στο ρίσκο της επένδυσης και στο πώς θα εξασφάλιζαν τις απαραίτητες ταμειακές ροές από το έργο το οποίο θεωρούσαν ”θηριώδες”. Η L&R έχει εμπειρία σε αντίστοιχα μεγάλα έργα, ωστόσο για την Ελλάδα, το έργο του Ελληνικού είναι το μεγαλύτερο έργο ανάπλασης στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, το οποίο μάλιστα θα ξεκινήσει από μηδενική βάση και επομένως δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία. Οι Βρετανοί είχαν ζητήσει τμηματική αξιοποίηση της έκτασης, καταβολή του τιμήματος σταδιακά (χωρίς δηλαδή προκαταβολή) ανάλογα με την ολοκλήρωση κάθε σταδίου της επένδυσης και έδειχναν για μεγάλο διάστημα πριν ακόμη από την υποβολή της δεσμευτικής προσφοράς της Lamda σχετικά υποτονικό ενδιαφέρον (π.χ. ως προς την υποβολή διευκρινιστικών ερωτημάτων προς το ΤΑΙΠΕΔ) για το Ελληνικό, ενώ φαίνεται ότι διατηρούσαν μεγάλες  επιφυλάξεις και για το πώς θα μπορούσε να ανταποκριθεί το ελληνικό Δημόσιο στις δεσμεύσεις του ως προς το συγκεκριμένο project. Πολλώ δε μάλλον όταν εξ’ αρχής ο συγκεκριμένος διαγωνισμός είχε ”πολιτική” χροιά με ουκ ολίγες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, ενώ αναμενόμενες είναι από εδώ και πέρα οι δικαστικές προσφυγές από φορείς, κατοίκους, δημοτικές αρχές κ.τ.λ.. Να θυμίσουμε εδώ ότι αμέσως μετά την υποβολή της προσφοράς  από τη Lamda, η L&R ανακοίνωσε την αγορά των κεντρικών γραφείων της Vodafone στη Μαδρίτη έναντι 117 εκατ. ευρώ.   

Πώς απαντά το ίδιο το ΤΑΙΠΕΔ

Από πλευράς του ΤΑΙΠΕΔ, υποστηρίζεται ότι το γεγονός της μίας και μόνης προσφοράς σχετίζεται κυρίως με το ιδιαίτερα υψηλό ρίσκο της συγκεκριμένης επένδυσης και όχι με τον ανταγωνισμό που προηγήθηκε, ο οποίος μάλιστα ήταν έντονος. Το ΤΑΙΠΕΔ υποστηρίζει ότι οι υπόλοιποι υποψήφιοι αποχώρησαν για λόγους που δεν σχετίζονται με τον ίδιο το διαγωνισμό. ”Όλοι συμμετείχαν σε αυτή έως σχεδόν το τέλος της και ο κάθε υποψήφιος δεν κατέθεσε τελικά δεσμευτική προσφορά για λόγους που σχετίζονται είτε με τη διάθεσή του να αναλάβει το ρίσκο αυτής της επένδυσης, είτε με την ικανότητά του να βρει και να δεσμεύσει τους πολύ σημαντικούς πόρους που απαιτεί αυτό το έργο. Κατά συνέπεια, τίποτα δεν θα διασφάλιζε ότι η προκήρυξη νέου διαγωνισμού θα οδηγούσε σε μια ή περισσότερες δεσμευτικές προσφορές”, αναφέρεται από το ΤΑΙΠΕΔ.