Του
Δημήτρη Μαρκόπουλου
Ο Αμερικανός κυνικός παρατηρητής της αμερικανικής ζωής και διάσημος σκιτσογράφος Φρανκ Τάιγκερ, σε καιρούς όπου όλοι ήθελαν να μιλάνε αλλά ελάχιστοι να ακούν, είχε πει πως «η ακοή είναι μια από τις πέντε αισθήσεις. Η ακρόαση όμως είναι τέχνη». Για μια δισκογραφική εταιρεία όπως η 100% ελληνική Cobalt Music (η πρώην παγκόσμια Universal Music), η ακρόαση είναι παραπάνω από τέχνη. Πρόκειται για μια επικερδή, όταν γίνεται σωστά, επιχείρηση, η οποία διαμορφώνει συνειδήσεις και κυρίαρχη κουλτούρα. Ενας άλλος παρατηρητής της ζωής, λίγο παλιότερος από τον Τάιγκερ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, έλεγε πως «όταν μια γυναίκα σού μιλάει, άκου αυτά που λέει με τα μάτια της». Αν κρίνουμε από τα ανοιχτά, καθαρά πράσινα μάτια της προέδρου και διευθύνουσας συμβούλου της εταιρείας κυρίας Αννας-Μαρίας Αντίππα, αυτό που έχει η δισκογραφική της να πει είναι ξεκάθαρο, κρυστάλλινο και διάφανο.
«Πρέπει να είσαι πωρωμένος με τη δισκογραφία για να επενδύσεις σε αυτή τα χρήματά σου, και ιδιαίτερα αυτόν τον καιρό», μας λέει η 28χρονη επιχειρηματίας, η οποία εδώ και μερικούς μήνες επαναγόρασε την πολυεθνική Universal Music μετονομάζοντάς τη σε Cobalt Music. Μια εταιρεία την οποία ο παππούς της Νίκος Αντίππας δημιούργησε τη δεκαετία του ’50 με την επωνυμία αρχικά Hellas Disc, κατόπιν Phonogram και μετά Polygram πριν εξαγοραστεί από τον διεθνή κολοσσό Universal. Είναι η εταιρεία εκείνη στην οποία ο Τόλης Βοσκόπουλος έκανε τον πρώτο του δίσκο, η οποία επένδυσε στους Δημήτρη Μητροπάνο, Μαρινέλλα, ανέδειξε τον Ντέμη Ρούσο όταν κανένας δεν τον ήθελε, έβγαλε τους θρυλικούς Poll των Τουρνά, Ουίλιαμς και Λογαρίδη, ανέδειξε τη Βίκυ Λέανδρος, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τους Aphrodite’s Child ή που έκανε γνωστό τον Γιώργο Μαζωνάκη, τον Σάκη Ρουβά και συνεργάστηκε με τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Σπάρτακο, τον Ζαμπέτα, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, τους Τερμίτες ή τους Socrates Drunk the Conium. Ολα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Εξάλλου, όσο κι αν ακούει «τα πάντα», όπως μας λέει η ίδια η κυρία Αντίππα, δεν θέλει να αντιμετωπίσει τη μουσική ως μουσειακό είδος. «Τώρα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Σε μεγάλο βαθμό η κρίση αλλά και η πειρατεία έχουν σταματήσει την παραγωγή και πλέον τα τεράστια ποσά από τα CD δεν υπάρχουν. Οι τιμές στα περισσότερα άλμπουμ είναι κοντά στα 10 ευρώ και πια έχουμε στραφεί σε νέους τρόπους προώθησης της δουλειάς μας. Οι συνεργασίες μας λοιπόν είναι πιο…ολοκληρωμένες. Δηλαδή πουλάμε πλέον ένα know how στους καλλιτέχνες που επιλέγουμε να αναδείξουμε βοηθώντας τους να χτίσουν το image τους, εκτός φυσικά από την επένδυση της παραγωγής του δίσκου. Κάνουμε δηλαδή αυτό που στο εξωτερικό λέγεται music entertainment company», τονίζει.

Παίζοντας videogames με τον Σάκη
Γεννημένη το 1984, η Αννα-Μαρία Αντίππα είναι ένα κορίτσι της γενιάς της που μεγάλωσε παίζοντας videogames στο σπίτι της με τον Σάκη Ρουβά ή ζώντας δίπλα σε άλλους καλλιτέχνες. Οποιος σταθεί στην εντυπωσιακή της εξωτερική παρουσία, μάλλον θα κάνει λάθος. Σαφώς θα μπορούσε να είναι η ίδια είτε μοντέλο, και μάλιστα πρώτης γραμμής, είτε και τραγουδίστρια, αφού στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με την όπερα. Ομως παράλληλα με τις εμφανείς της χάρες η ίδια διαθέτει γνώσεις και σημαντική πείρα. Εχει, εξάλλου, ήδη προλάβει να δουλέψει για ενάμιση χρόνο στη δισκογραφική εταιρεία Heaven, αλλά και ως head hunter στον χώρο της μόδας – και μάλιστα στην πρωτεύουσα του παγκόσμιου prêt-à-porter, το Μιλάνο. Το πιο εντυπωσιακό όμως όλων είναι πως έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία της Οικονομίας στο απαιτητικό Πανεπιστήμιο Brown. Αρα από πρώτο χέρι γνωρίζει την αντανάκλαση της κρίσης στη χώρα μας. Για ποιο λόγο λοιπόν μια κοπέλα που στα 10 χρόνια της έφυγε από τη χώρα μας και έζησε στη Ζυρίχη άφησε τη σιγουριά της Ελβετίας για την Ελλάδα της κρίσης και της γκρίνιας; Για μια χώρα όπου τίποτα δεν είναι σίγουρο; Ποιος ο λόγος όπου η ίδια αντί να συνεχίσει να εργάζεται ή να επιχειρεί στην Κεντρική Ευρώπη επέλεξε την Αθήνα της διαμαρτυρίας και της εξολόθρευσης της νέας γενιάς, η οποία σε ποσοστό 60% δεν έχει εργασία; «Δεν μπορώ να καταλάβω όλους εκείνους τους Ελληνες φίλους μου που επιλέγουν να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους και όχι να κάθονται για να τη βελτιώσουν. Αν όλοι εμείς φύγουμε από τη χώρα, τότε ποιος θα τη βοηθήσει να ανορθωθεί; Ποιος θα αλλάξει τη ροή των πραγμάτων; Θεώρησα λοιπόν κάτι σαν καθήκον μου να επιστρέψω και να παλέψω». Παράλληλα όμως η ίδια εκτιμά πως η κρίση στη χώρα μας βρίσκεται προς το τέλος της και πως αυτή η κατάσταση κρύβει κι ευκαιρίες. «Το γνωρίζω πως άμεσα δεν θα βγάλουμε χρήματα. Αυτό το ξέρω. Επενδύουμε όμως γιατί βλέπουμε πως πολλά πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν», τονίζει. Η ίδια υπογραμμίζει πως δεν πρέπει όλα να τα περιμένουμε από έξω. Είναι οπαδός του δόγματος «συν Αθηνά και χείρα κίνει». «Οι Ελληνες είμαστε ένας ζωντανός λαός. Τα ταλέντα δεν λείπουν. Κάπως έτσι το δικό μας μίγμα παραγωγής στη δισκογραφία θα είναι από εδώ και πέρα αυτό που ο κόσμος ζητάει. Ομως και η Πολιτεία θα πρέπει σταδιακά να κατανοήσει το μείζον πρόβλημα της μουσικής πειρατείας. Δεν είναι δυνατό να θέλουμε πολιτισμό, να θέλουμε παραγωγή νέων καλλιτεχνών και ανάδειξη του πνευματικού πλούτου της χώρας και την ίδια στιγμή η Αστυνομία να αφήνει τα κυκλώματα να δρουν ή να μην εφαρμόζονται οι ψηφισμένοι νόμοι. Μου έχει τύχει πάρα πολλές φορές στο κέντρο της Αθήνας να κάθομαι και να βλέπω να γίνεται διακίνηση πλαστών CD της εταιρείας μας μπροστά στα μάτια των αστυνομικών», τονίζει. Και συμπληρώνει: «Ξέρετε πόσοι επαγγελματίες του χώρου μας έχουν χάσει τις δουλειές τους εξαιτίας της πειρατείας; Πόσους φόρους χάνει το κράτος; Ο πειρατής παίρνει τη δική μας δουλειά χωρίς ρίσκο και την πουλάει. Η Sony, για παράδειγμα, ποτέ δεν θα έκλεινε εάν η πειρατεία είχε παταχθεί Αυτή η κατάσταση όμως έχει κι άλλο κόστος. Εχουν καεί κυριολεκτικά δύο με τρεις γενιές μουσικών που ποτέ δεν θα δουν τις δουλειές τους να κυκλοφορούν επειδή δεν μπορούν να γίνουν τέτοιες επενδύσεις».
Στην επισήμανσή μας για το ότι η χώρα έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα απέραντο σκυλάδικο και πως η επένδυση της μουσικής βιομηχανίας σε μουσικές ποιότητας είναι ελάχιστες, η ίδια θεωρεί πως αυτό θα αλλάξει από την ίδια την κρίση, ενώ δεν θεωρεί τυχαίο πως μέσα στον γενικότερο χαμό της οικονομικής καταστροφής ο κόσμος στρέφεται προς τις μπαλάντες. Ομως από τη σκοπιά της εξακολουθεί να πιστεύει πως ακόμα και τα γνωστά «μπουζούκια» έχουν αξία. «Ας μην το μεγαλοποιούμε το πράγμα. Τα μπουζούκια είναι όπως οι μπιραρίες για τους Βρετανούς. Απλώς αυτοί γίνονται σκνίπα, ενώ οι Ελληνες το ρίχνουν στα λουλούδια. Είναι σαν μια βαλβίδα αποσυμπίεσης κι εκτόνωσης του κόσμου. Μπορεί κάποιοι να έχουν αναγορεύσει τα μπουζούκια σε σύμβολο της επίδειξης και του νεοπλουτισμού, όμως εκτιμώ πως δεν θα πρέπει να υπερβάλλουμε».
Η κυρία Αντίππα επίσης θεωρεί πως ο δικός της κλάδος δραστηριότητας έχει την ιδιαιτερότητα να επενδύει κάποιος σε δέκα και να βγαίνει μόλις το ένα. Η Cobalt Μusic αντιπροσωπεύει πλέον καλλιτέχνες όπως οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Νίκος Πορτοκάλογλου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Μιχάλης Χατζηγιάννης, Νότης Σφακιανάκης, Νίκος Βέρτης, Πάνος Κιάμος, Μέλισσες, Δήμος Αναστασιάδης κ.ά. Στον κατάλογό της, και κλασικά ονόματα όπως των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Γκάτσου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Σαββόπουλου, Κραουνάκη, Μούτση κ.ά. Στα άμεσα σχέδια της ίδιας είναι να φέρει ξένο ρεπερτόριο, να επενδύσει σε νέους καλλιτέχνες και, γιατί όχι, εάν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις να διεθνοποιήσει τραγουδιστές και δημιουργούς από την πατρίδα μας. «Ηδη βοηθήσαμε μια νέα γενιά καλλιτεχνών όπως το συγκρότημα Μέλισσες, ο Δήμος Αναστασιάδης, ο Γιώργος Σαμπάνης, ο Κωνσταντίνος Αργυρός κ.ά». Η ίδια δεν νιώθει βαριά τη σκιά του πολύ επιτυχημένου παππού της και του εξίσου -ίσως και περισσότερο- πατέρα της. Ας μην ξεχνάμε πως ο κ. Βίκτωρας Αντίππας διετέλεσε πρόεδρος της Universal για 27 χώρες και μια προσωπικότητα παγκόσμιου κύρους στη μουσική βιομηχανία τον οποίο αναγνωρίζουν -κατά άλλους… τρέμουν- όλοι οι μεγάλοι διεθνείς καλλιτέχνες. Η κυρία Αντίππα θεωρεί πως έχει τα εφόδια να κερδίσει τις μάχες που επιχειρηματικά θα δώσει.