Για μείωση του  κινδύνου της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώνεται στη ραγδαία πτώση των περιθωρίων αποδόσεων (σε επίπεδα χαμηλότερα των 700 μβ για πρώτη φορά από το 2010), κάνει λόγο το εβδομαδιαίο δελτίο της Eurobank.

Eπισημαίνει ότι η συγκατάθεση της τρόικας  για την ευνοϊκή μεταχείριση των εκκρεμών επιστροφών φόρων προηγούμενων ετών σε σχέση με το έλλειμμα, επιβεβαιώνουν την θετική διάθεση να παραβλεφθούν αρνητικές ατέλειες λόγω της προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι στιγμής.

Ωστόσο αναφέρει ότι τα στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2013 δεν επιτρέπουν σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας για τα έσοδα. Ο ρόλος της Γραμματείας Εσόδων και της αναβάθμισης του πληροφοριακού συστήματος των εφοριών θα είναι κρίσιμος για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2013.

Στην έκθεση σημειώνεται ότι για πρώτη φορά, η ολοκλήρωση μιας τριμηνιαίας αξιολόγησης από την τρόικα δεν συνοδεύεται από δημοσιονομικά ή άλλα μέτρα, προειδοποιήσεις για μέτρα ή διαρθρωτικές αλλαγές που δεν εφαρμόσθηκαν κτλ.
Στην Έκθεση φυσικά αναγνωρίζονται και καταγράφονται σημαντικές καθυστερήσεις:
1. στη μεταρρύθμιση του τομέα της δικαιοσύνης
2.στη  μεταρρύθμιση του Ελληνικού Δημοσίου
3. στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας

«Όμως, η πρόοδος που επιτεύχθηκε μέχρι τα μέσα Μαΐου 2013 είναι σημαντική. Παράλληλα, οι παραπάνω εξελίξεις δείχνουν ότι η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος είναι μονόδρομος για την κυβέρνηση. Η τελευταία δείχνει ότι είναι διατεθειμένη να ολοκληρώσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αυτό αναγνωρίζεται ήδη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο τομέας των φορολογικών εσόδων όπου η σημαντική πρόοδος αφορά την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Εσόδων καθώς και των ηλεκτρονικών υποδομών των φορολογικών εσόδων (TAXISNET)», τονίζει χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, στην Έκθεση δεν μεταβλήθηκαν  ούτε οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια, ούτε οι αντίστοιχοι δημοσιονομικοί στόχοι. Αναγνωρίζεται η προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει το δημοσιονομικό κενό για την περίοδο 2013-14 από μέτρα που είχαν αποφασιστεί στο παρελθόν αλλά δεν εφαρμόστηκαν.
Στην Έκθεση αναγνωρίζεται η ανάγκη λήψης νέων μέτρων σε μελλοντική αξιολόγηση (με πιο πιθανή αυτή του Οκτωβρίου 2013) για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού για την περίοδο 2015-16. Το κενό αυτό εκτιμάται περίπου στο 2,1% του ΑΕΠ. Θεωρούμε ότι η διαφαινόμενη στρατηγική της κυβέρνησης να καλύψει το συγκεκριμένο κενό με την υπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013 και 2014 έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο να:
•    αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα
•    αποφευχθούν αρνητικές εκπλήξεις από την πλευρά των δαπανών ή των εκκρεμών επιστροφών φόρων που αφορούν προηγούμενα έτη.

Η αγορά αποτιμά θετικά τις τελευταίες εξελίξεις. Το περιθώριο της απόδοσης των 10-ετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των αποδόσεων των αντιστοίχων γερμανικών τίτλων συνεχίζει την έντονα πτωτική του πορεία μετά το υψηλό των 1157,2 μ.β. που σημειώθηκε στις 27 Μαρτίου 2013.

Τέλος οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι οι παραπάνω θετικές εξελίξεις δεν έχουν μέχρι στιγμής ορατό αντίκρισμα στα στοιχεία για την πραγματική οικονομία. Η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ (ιδίως μεταξύ των νέων και των γυναικών). Η βελτίωση των αναπτυξιακών προοπτικών θα αποτελέσει το κρίσιμο στοίχημα για την ελληνική οικονομία για τους επόμενους 12 μήνες.

Σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2013, το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού σε τροποποιημένη ταμειακή βάση ήταν ελλειμματικό κατά €2,4 δισ., μειωμένο σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο κατά -73,2%. Σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ2013-16) το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ήταν μειωμένο κατά -57,3%.

Το πρωτογενές ισοζύγιο της κεντρικής κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2013 ήταν για πρώτη φορά μέσα στο 2013 ελλειμματικό και διαμορφώθηκε στα €0,3 δις αλλά μειωμένο κατά -80,9% σε ετήσια βάση και κατά -90,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ 2013-16.