Όσες πολιτικές δυνάμεις προωθούν την εσωτερική υποτίμηση που καταστρέφει τη χώρα, αργά ή γρήγορα πληρώνουν βαρύ τίμημα. Το διαπιστώσαμε και με τις τρεις τελευταίες κυβερνήσεις, οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επωμίσθηκαν μεγάλο πολιτικό κόστος.

Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι οπουδήποτε εφαρμόστηκαν στο παρελθόν οι σκληρές πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού προσωπικού εξαφανίστηκε από το προσκήνιο.

Η μείωση των εισοδημάτων, η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και η καταστροφή του Κράτους Πρόνοιας, μπορεί να ονομάζονται “μεταρρυθμίσεις” αλλά είναι η κλασσική -καταστροφική- νεοφιλελεύθερη ατζέντα η οποία έχει εφαρμοστεί και αλλού στο παρελθόν.

Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, η εφαρμογή των πολιτικών αυτών επιδιώθηκε από απολυταρχικά καθεστώτα, από καθαρές δικτατορίες διότι η αντίδραση της κοινωνίας ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Η ανασυγκροτηθείσα κυβέρνηση με την υποστήριξη Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ “διαφημίζεται” τώρα ως πιο αποτελεσματική, πιο συνεκτική, πιο αποφασισμένη.

Είναι όμως αμφίβολο ότι θα καταφέρει να ξεφύγει από την πολιτική νομοτέλεια της φθοράς, διότι όσο θα… πετυχαίνει, τόσο θα μεγαλώνει η λαϊκή δυσαρέσκεια.

Απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, είσπραξη πλειάδας “χαρατσιών” στα εισοδήματα και την περιουσία, εκκαθάριση των τραπεζικών δανείων με πλειστηριασμούς ακινήτων και πτωχεύσεις επιχειρήσεων, είναι μόνο μερικά από τα δήθεν  “μεταρρυθμιστικά” μέτρα που καλούνται να υλοποιήσουν οι νέοι υπουργοί στην επόμενη φάση.

Και όλα αυτά σε περιβάλλον ύφεσης, η έξοδος από την οποία δεν έχει ακόμα φανεί, παρά τις περί αντιθέτου αισιόδοξες προβλέψεις των κυβερνητικών.

Μέχρι σήμερα, οι λεγόμενες “μνημονιακές” πολιτικές δυνάμεις διαθέτουν ένα πλεονέκτημα στην πολιτική αντιπαράθεση: Έχουν την αμέριστη στήριξη των συντηρητικών κέντρων εξουσίας στη Γερμανία και σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και των δυνάμεων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η στήριξη είναι εμφανής κάθε φορά που υπάρχει το ρίσκο ανατροπής -είτε στις προηγούμενες εκλογές είτε στην τελευταία κυβερνητική κρίση- όπως εμφανής είναι και η αγωνία τους να παρατείνουν όσο το δυνατόν την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία ώστε να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης.

Η υποστήριξη των ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας παρέχεται μόνον επειδή -και για όσο- εφαρμόζονται οι σκληρές πολιτικές. Εάν οι εσωτερικές ισορροπίες στη δικομματική σταθούν εμπόδιο στην εφαρμογή του μνημονίου τότε θα αρθεί και η υποστήριξη.

Στις δυνάμεις αυτές, άλλωστε, βασίζονται οι ελπίδες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Προσδοκούν ότι κάποια στιγμή, σε “ανταμοιβή” της συνέπειάς τους θα γίνει η περίφημη αναπτυξιακή “στροφή” στην ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία θα “τραβήξει” προς τα πάνω και την ελληνική οικονομία, οπότε και το αίσθημα της κοινής γνώμης θα μεταστραφεί.

Στην πολιτική τίποτα δεν είναι βέβαιο, αλλά είναι αμφίβολο ότι η περίφημη “στροφή” θα είναι τόσο σημαντική, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μια παραπλανητική προσδοκία που καλλιεργεί η γερμανική πλευρά  ενόψει των δικών της εκλογών.