Ξαφνικά όλοι μιλούν για τον αρνητικό δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή! Η αρχή έγινε στις 12 Μαρτίου 2012 από τους  DeLong και  Summers με τη δημοσίευση μιας μελέτης του ινστιτούτου  Brookings, όπου για πρώτη φορά γίνεται  λόγος για τις αρνητικές επιπτώσεις μιας περιοριστικής πολιτικής στην προσπάθεια μείωσης των χρεών των χωρών. Το ερώτημα που έθεσαν στον εαυτό τους οι μελετητές ήταν, κατά πόσον  αυτό που ισχύει για ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση, όπου όταν χρωστάνε είναι καλό να κάνουν οικονομίες, μπορεί να  αποτελέσει και τη βάση μιας πολιτικής  απομείωσης του χρέους μιας χώρας. Το συμπέρασμα ήταν αρνητικό. Αντί να μειώνεται, σε μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, αυξάνεται. Απόδειξη; Η περίπτωση της Ελλάδας!

Στη χώρα μας εφαρμόζεται το ένα περιοριστικό πρόγραμμα μετά το άλλο και η οικονομία βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην ύφεση με ένα ρυθμό 5% το χρόνο χωρίς τέλος. Να επισημάνουμε, ότι η μελέτη δημοσιεύθηκε αρχές Μαρτίου, όταν έτρεχε το  PSI, όταν δηλαδή είχε τεθεί το ελληνικό πρόβλημα για τα καλά στα διεθνή φόρα και η πολιτική εξόδου σχεδιαζόταν από την αρχή. Δυστυχώς, κανείς δεν έδωσε σημασία στις διαπιστώσεις των μελετητών.

Αρχές του περασμένου Οκτώβρη κυκλοφόρησε και η μελέτη του ΔΝΤ. Το ερώτημα πιο συγκεκριμένο. Ποιο είναι το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, ο οποίος μετράει τις επιδράσεις ενός πακέτου περικοπών σε σχέση με το ΑΕΠ. Επειδή δε το μέγεθος του ΑΕΠ αποτελεί τον παρονομαστή του κλάσματος που μας δίνει το ποσοστό του χρέους, έμμεσα ο πολλαπλασιαστής δίνει απάντηση και στο θέμα της αποτελεσματικότητας ενός περιοριστικού προγράμματος.

Το ύψος του πολλαπλασιαστή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Το είδος των περικοπών, από δαπάνες ή φόρους για παράδειγμα, το επιτόκιο, η πιθανή μεγέθυνση της οικονομίας, το ύψος του χρέους, το λεγόμενο «αποτέλεσμα υστέρησης» , που δείχνει τη διαρθρωτική ζημιά που έγινε  στην οικονομία λόγω της ύφεσης και καθιστά  δύσκολη την αποκατάστασή της όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη, είναι μερικοί από αυτούς. Το μέγεθος του πολλαπλασιαστή συνεπώς διαφέρει από χώρα σε χώρα, υπόκειται δε σε διαχρονικές μεταβολές.

Έτσι, προέκυψε και το λάθος στον υπολογισμό του, που ήταν η βάση για τον σχεδιασμό του πρώτου προγράμματος. Οι δανειστές μας  και κυρίως οι Γερμανοί υπέθεσαν ότι ο πολλαπλασιαστής στη χώρα μας  θα είναι ο ίδιος με εκείνον της Γερμανίας, όταν η ίδια άσκησε πολιτική λιτότητας , δηλαδή 0,5. Αυτό θα σήμαινε, ότι για κάθε Ευρώ που περικόπτουμε, μειώνεται το ΑΕΠ κατά μισό Ευρώ.  Δυστυχώς δεν έλαβαν υπόψη τους  το «αποτέλεσμα  υστέρησης» , τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ισπανία και την Πορτογαλία, το οποίο  εκτοξεύει την τιμή του πολλαπλασιαστή στο καταστροφικό 1,7 έως 1,8.  Στις περιπτώσεις αυτές, δυστυχώς, η ζημιά που γίνεται τόσο στην οικονομία, όσο και στην κοινωνία, είναι τεράστια. Αποταμίευση μέχρι θανάτου είναι μια προσφιλής έκφραση που χρησιμοποιούν οι Γερμανοί για την περίπτωση. Όμως το κακό έγινε και αυτό το παραδέχονται πλέον όλοι.

Μ’αυτά τα δεδομένα, έστω και αργά, μας δίνεται μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία, με ατράνταχτα τώρα επιχειρήματα, να απαιτήσουμε ένα είδος επανόρθωσης για τη βλάβη που υπέστη η ελληνική οικονομία και την οποία ακόμη δεν είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε. Ένα γενναίο αναπτυξιακό πακέτο που θα αποτελέσει αντίβαρο στις περικοπές του τρέχοντος έτους, θα έπρεπε αυτή την στιγμή να είναι η βασική επιδίωξη της οικονομικής μας πολιτικής. Η κυβέρνηση έχει το λόγο!

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς