Μία ημέρα μετά την τοποθέτηση του Προέδρου της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου στο CNBC ότι η ανάπτυξη μάλλον θα αργήσει στη χώρα παρά τις προβλέψεις της κυβέρνησης για ανάκαμψη το 2014, και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών με ανακοίνωση του θέτει εν αμφιβόλω τις προβλέψεις του υπ. Οικονομικών.

Οι εκπρόσωποι της αγοράς, όπως φαίνεται, αμφισβητούν ευθέως την επίσημη θέση της κυβέρνησης ότι η ύφεση τελειώνει κάπου εδώ επισημαίνοντας το βαρύ κλίμα που επικρατεί στην πραγματική οικονομία αλλά και τη βαριά φορολογία.

Ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Ρεγκλείτης σημειώνει ότι το 2014 θα είναι πολύ σκληρό για τους επαγγελματίες κυρίως λόγω της βαριάς φορολογίας αλλά και τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες.


Ακολουθεί η ανακοίνωση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών:

Προσκολλημένοι με «θρησκευτική ευλάβεια» στην τήρηση της βασικής δέσμευσης του Μνημονίου για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, τόσο η κυβέρνηση με την τρόικα, αλλά και οι περισσότεροι μεγάλοι διεθνείς και ελληνικοί χρηματοπιστωτικοί οίκοι, συμφωνούν – με μικρές αποκλίσεις – στις δύο βασικές εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το επόμενο έτος, όπως την προδιαγράφουν τα μεγέθη στο δημοσιευθέν προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2014.

«Βλέπουν» οριακή ανάπτυξη 0,4% έως 0,8% και ανάσχεση της αυξητικής πορείας της ανεργίας με τον γενικό δείκτη να πέφτει στο 26% σε ετήσια βάση από τουλάχιστον 27% μέσο όρο που θα φθάσει το 2013.

Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών θεωρεί ότι η επίτευξη αυτών των στόχων μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει διαπραγματευτικό «χαρτί» για τη χώρα μας στην διαφαινόμενη νέα διαπραγμάτευση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους στα μέσα του 2014.

Ωστόσο το Ε.Ε.Α. εκτιμά πως δυστυχώς οι αντοχές της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας έχουν δοκιμασθεί σε τέτοιο βαθμό που οι προβλέψεις για αύξηση των κρατικών εσόδων το επόμενο διάστημα και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και το πρώτο τρίμηνο του επόμενου, ενέχουν αυξημένο κίνδυνο αστοχίας, καθώς η φοροδοτική ικανότητα μεγάλων τμημάτων των πολιτών έχει προ πολλού εξαντληθεί.

Ταυτόχρονα, ακόμη και αν η ανεργία δεν είναι υψηλότερη από 26%, αυτό θα σημάνει πως για ένα ακόμη έτος τουλάχιστον 1.300.000 άνθρωποι θα μείνουν στο περιθώριο της οικονομικής δραστηριότητας.

Ακόμη χειρότερα, για ένα μεγάλο αριθμό των άνεργων συμπολιτών μας θα ανοίξει η κερκόπορτα της φτώχειας, η οποία απειλεί να τους κρατήσει μόνιμα στο περιθώριο της ίδιας της ζωής. Όταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, το 2011 το 31 τοις εκατό των Ελλήνων ζούσε στο όριο της φτώχειας, είναι λογικό να συμπεράνει κανείς πως σήμερα το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο, ενώ πολλοί από αυτούς τους συμπολίτες μας ζουν, δύο χρόνια μετά, σε συνθήκες πραγματικής εξαθλίωσης.

Σε αυτούς τους φορολογούμενους και στις οικογένειες τους το προσχέδιο του προϋπολογισμού υπόσχεται περισσότερη λιτότητα και την ίδια στιγμή ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός επιστρατεύει πιο βαριά πρόστιμα, χαράτσια και κατασχετήρια για να τους «νουθετήσει».

Υπάρχουν όμως και οι διαφορετικές «φωνές», όπως για παράδειγμα της Citigroup, που στην έκθεσή της για την Ευρωζώνη κάνει ειδική αναφορά στην Ελλάδα λέγοντας πως «η περαιτέρω λιτότητα δεν μπορεί να αποτελέσει λύση για να καλυφθούν τα κενά του ελληνικού προϋπολογισμού, και προτιμώμενη λύση είναι η επιστροφή σημαντικού μέρους των κερδών των εθνικών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους».

Το Ε.Ε.Α καλεί την κυβέρνηση και τους δανειστές να άρουν τα αδιέξοδα της κοινωνίας και της οικονομίας που  δημιούργησαν τα μνημόνια της λιτότητας. Και επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά πως μόνο μια στρατηγικά σχεδιασμένη πολιτική ανάπτυξης, με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα η οποία θα δρα σε ένα σταθερό φορολογικό περιβάλλον, και θα στοχεύει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, θα φέρει την πολυπόθητη επανεκκίνηση της οικονομίας και την αναγέννηση της κοινωνίας.