Η αισιοδοξία και ο θετικός τρόπος σκέψης είναι καλό πράγμα. Υπό κανονικές συνθήκες, το να σκέφτεσαι το καλύτερο βοηθάει. Η θετική σκέψη συνιστάται σε όλους όσοι καλούνται να επιτύχουν επιδόσεις, από τους αθλητές μέχρι τους μάνατζερ των μεγάλων επιχειρήσεων ή ακόμα και τους μαθητές. Συνηθίζεται, μάλιστα, να είμαστε αισιόδοξοι στην αρχή κάθε χρονιάς.

Δεν πρέπει, όμως, η αισιοδοξία να συγχέεται με την εθελοτυφλία ή το ψέμα. Διότι κάτι τέτοιο συμβαίνει αν συνδυάσουμε τις θετικές κυβερνητικές προβλέψεις για βελτίωση της κατάστασης με τα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας.

Τα περισσότερα από τα εισπρακτικά μέτρα που επιβάλλονται αποδεικνύονται όχι μόνο καταστροφικά και άδικα για τους περισσότερους πολίτες, αλλά και τελείως ανεπαρκή.
 
Οι αυξήσεις στα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων κατέληξαν σε λιγότερα έσοδα για το κράτος, καθώς οι πολίτες εγκαταλείπουν τα αυτοκίνητά τους, ενώ η μεγαλύτερη φορολόγηση στο πετρέλαιο θέρμανσης προκάλεσε και αυτή μείωση των κρατικών εσόδων, αφού ο κόσμος δεν γέμισε τις δεξαμενές. Σχεδόν μία στις τέσσερις επιχειρήσεις δεν υποβάλλει δήλωση ΦΠΑ.
Η εικόνα παραπέμπει σε αναγκαστική στάση πληρωμών. Ολο και περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις σταματούν να εξοφλούν τις υποχρεώσεις τους. Η τάση αυτή δεν πρόκειται να ανατραπεί, όσο κι αν μεγαλώνουν τα πρόστιμα, όσο κι αν αυξάνονται οι ποινές. Η αγορά ξεπέρασε τα όριά της.

Η κατάσταση πιθανότατα θα επιδεινωθεί, μάλιστα, καθώς έρχονται ακόμα περισσότερα χαράτσια και επιβαρύνσεις. Ενα σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης, το οποίο διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, θα βρεθεί αντιμέτωπο με νέους φόρους, κυρίως για τα ακίνητα, χωρίς πλέον να διαθέτει το εισόδημα για να τους πληρώσει και ενώ θα υφίσταται πρόσθετη πίεση για την εξόφληση των δανείων.

Ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί και είναι μάταιο να περιμένει κάποιος ότι τα δεδομένα θα αλλάξουν προς το καλύτερο… από μόνα τους. Ούτε η κυβέρνηση μπορεί ακόμα να ελπίζει ότι όσο πιο πιστά εφαρμόζει την πολιτική που επιβάλλουν οι δανειστές τόσο γρηγορότερα θα βγει η οικονομία από το τούνελ. Το αντίθετο συμβαίνει.
 
Η κυβέρνηση ακολουθεί το μονοπάτι της μονομερούς λιτότητας, το οποίο έχει επιβάλει στην ευρωζώνη η Γερμανία, και ελπίζει ότι θα ανταμειφθεί για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η πολιτική αυτή βλάπτει την οικονομία, γεγονός που αποδεικνύεται καθημερινά. Ο λόγος είναι ότι, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, η Γερμανία έχει αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα με τη χώρα μας, όπως και με τις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας. Η Ελλάδα χρειάζεται αναπτυξιακούς πόρους και υποτιμημένο ευρώ για να ανασάνει, ενώ η Γερμανία δεν δέχεται να πληρώσει, ούτε ανέχεται μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη.

Τα αποτελέσματα της αντίθεσης αυτής πληρώνουν οι Ελληνες πολίτες και κυρίως η μεσαία τάξη, η οποία βυθίζεται στο αδιέξοδο λόγω της ύφεσης.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η κυβέρνηση, αντί να εξαντλήσει τουλάχιστον τα περιθώρια απόκλισης από μια -τεκμηριωμένα πλέον- αδιέξοδη πολιτική, υπερβάλλει στην εφαρμογή της.
 
Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και ο επίτροπος Ολι Ρεν, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή, σημείωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση μείωσε τους μισθούς και τις συντάξεις περισσότερο ακόμα και απ’ όσο προέβλεπε ο Προϋπολογισμός που συντάχθηκε υπό την επίβλεψη της τρόικας. Με λίγα λόγια, ομολογεί ότι… το παράκαναν με τις περικοπές.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ουδείς μπορεί να προβλέψει πόσο θα αντέξει ακόμα η μεσαία τάξη. Και χωρίς αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε οικονομική, ούτε πολιτική σταθερότητα.