Του Γιώργου Ι. Δημητρομανωλάκη

Τις  προηγούμενες ημέρες οι Έλληνες υπουργοί αιφνιδιάστηκαν όταν ο επικεφαλής της τρόικας για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ματίας Μορς  έβγαλε κίτρινη κάρτα στην κυβέρνηση.   

Το μήνυμα ήταν σαφές “ χωρίς την τήρηση της δέσμευσης περί απολύσεων η εκταμίευση της δόσης του Φεβρουάριου είναι αδύνατη».

Η φράση αυτή του κ. Μορς προκάλεσε συναγερμό στα συναρμόδια Υπουργεία. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό.
Οι Έλληνες υπουργοί αιφνιδιάστηκαν περισσότερο, καθώς έως τώρα είχαν συνηθίσει έως τώρα τέτοιου είδους ζητήματα να τα βάζει στο «τραπέζι»  ο σκληρός της τρόικας ο Δανός Πάουλ Τόμσεν.  Αμέσως άρχισαν όλοι να αναρωτιόνται τι συμβαίνει.  

Η απορία λύθηκε, σε σύντομο χρονικό διάστημα καθώς σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες οι τρεις διευκρίνισαν ότι άτυπα πλέον εντός των κόλπων της τρόικας ο εκπρόσωπος της ΕΕ παίρνει τον πρώτο ρόλο. Αυτόν του αρχηγού. Απόλυτα λογικό, καθώς η ΕΕ είναι η βασική χρηματοδότρια των δανείων προς την Ελλάδα.

Ο κ. Μορς μπορεί να  μην είναι ένας σκληρός και άκαμπτος τεχνοκράτης όμως θεωρείται ότι είναι ο άνθρωπος που έβαλε πάγο στις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τις μεγάλες ρυθμίσεις στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών των ιδιωτών προς το δημόσιο ενώ  ταυτόχρονα είναι ο άνθρωπος που επισημαίνει συνεχώς τις πολύ χαμηλές επιδόσεις στον τομέα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Ο ίδιος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις του έχει πει ότι «σε μερικά χρόνια οι Έλληνες θα ευχαριστούμε τρόικα για τις μεταρρυθμίσεις που επέτυχαν στην Ελλάδα», προκαλώντας, όπως είναι φυσικό, ένα ελαφρό ανεπαίσθητο χαμόγελο σε κάποιους εκ των συνομιλητών του.

Οι περιγραφές πρώην και εν ενεργεία στελεχών της κυβέρνησης που έχουν συνεργαστεί και με τους τρεις υψηλούς αξιωματούχους, αναδεικνύουν τις εμμονές, το πείσμα αλλά και την…άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας που δείχνει η ομάδα των τριών συμπεριλαμβανομένου και του κ. Μορς.
«Ποτέ δεν ήταν αγενής προς εμένα», λέει στέλεχος της κυβέρνησης μιλώντας για το νέο αφεντικό των τριών, σε αντίθεση με τον κ. Π. Τόμσεν που πολλές φορές ήταν παραπάνω από όσο έπρεπε απαξιωτικός.  

Ο Mορς έχει το προφίλ του τεχνοκράτη,  ενώ εμφανίζεται αμετακίνητος σε θέματα μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας. Στις δημόσιες δηλώσεις του φροντίζει η κριτική προς την ελληνική κυβέρνηση να συνοδεύεται με προσεκτικό έπαινο. Ο εκπρόσωπος της ΕΕ, λένε όσοι τον ξέρουν, εμφανίζεται ανυπόμονος στις διαπραγματεύσεις.

Ως εκπρόσωπος της ΕΕ  ενδιαφερόταν πάντα η Ελλάδα να λάβει περαιτέρω κεφάλαια από τους μηχανισμούς βοήθειας.  Δεν φοβάται να κάνει δηλώσεις για την Ελλάδα, στις οποίες οι άλλοι δυο εκπρόσωποι της τρόικας ίσως δίσταζαν να προχωρήσουν, όπως όταν άσκησε κριτική για το ότι μετά από 15 χρόνια εργασίας πολλοί Έλληνες λάμβαναν σύνταξη 800 ευρώ.

Σε συνέντευξη είχε πει ότι «το πρώτο Μνημόνιο κινήθηκε εκτός στόχων, καθώς δεν οδήγησε την Ελλάδα στις αγορές», αποφεύγοντας ταυτόχρονα να πει ότι απέτυχε.

Τότε είχε αποδώσει την αποτυχία εκείνη να βγει δηλαδή η Ελλάδα στις αγορές στα συμφέροντα που αντιτάχθηκαν, στοιχείο που αποτελεί και τη βασική επιχειρηματολογία της τρόικας, η οποία επιθυμεί να μεταφέρει αλλού τις ευθύνες.

Σε κατ’ ιδίαν του συζητήσεις παραδέχεται ότι «ο στόχος των οριζόντιων περικοπών των δαπανών και των φορολογικών αυξήσεων έχει σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί. Ως εκ τούτου, η πρόσθετη εξοικονόμηση θα πρέπει να προέλθει από μείωση δαπανών διαρθρωτικού χαρακτήρα. Η εξοικονόμηση που απαιτείται είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να εστιαστεί στις μεγάλες κατηγορίες του Προϋπολογισμού και όχι σε επιμέρους περιορισμένα τμήματα ή σε περιθωριακές παρεμβάσεις»

Ο κ. Μορς έχει ταχθεί επίσης υπέρ του εξορθολογισμουύ των φαρμακευτικών δαπανών, των επιχειρησιακών δαπανών στα νοσοκομεία και των επιδομάτων πρόνοιας.

Κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα έχει “καλές πιθανότητες να ξεπεράσει την κρίση της ευρωζώνης”, ακόμη και αν αυτό σημαίνει “τη λήψη πολλών ακόμη μέτρων, περισσότερο οδυνηρών επίσης, και αντοχή”.

Ο Ματίας Μορς ως εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεωρείται το πιο σημαντικό μέλος της τρόικα, επειδή δεν λειτουργεί όπως οι συνάδελφοί του, με ξεκάθαρους κανόνες, αλλά λογοδοτεί στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ.
Οι κυβερνήσεις αυτές δεν επιθυμούν τη διακοπή της δανειακής βοήθειας προς την Ελλάδα, υπό τον φόβο των συνεπειών για την υπόλοιπη Ευρώπη.