Του Αλέξανδρου Κασιμάτη

Τα πολυκαταστήματα «Μινιόν», «Αφοί Λαμπρόπουλοι», «Δραγώνας», «Κατράντζος», «Ατενέ»,«Κλαουδάτος» ήταν τα σύμβολα του lifestyle και συγκέντρωναν πλήθος κόσμου

Ο επιχειρηματίας Γιώργος Δραγώνας που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες ήταν περισσότερο γνωστός για τις δραστηριότητες που ανέπτυξε στον χώρο των media.


Ηταν όμως και γόνος της επιχειρηματικής οικογένειας που ίδρυσε και διαχειρίστηκε τα «Μεγάλα Καταστήματα Δραγώνα». Παράλληλα με τα πρώτα του βήματα στη δικηγορία, ο Γιώργος Δραγώνας ασχολήθηκε με την οικογενειακή εμπορική επιχείρηση μέχρι το 1987, οπότε τα «Καταστήματα Δραγώνα», μετά από μια πορεία που κράτησε 91 χρόνια, υποχρεώθηκαν να κατεβάσουν ρολά. Το κλείσιμο του «Δραγώνα» σηματοδοτεί και το τέλος μιας ανέμελης και αθώας εποχής για το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Μιας περιόδου που σφράγισε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν από το Παγκράτι, την Κυψέλη, τα Πατήσια και όλες τις άλλες μεσοαστικές συνοικίες της Αθήνας οι γονείς κρατώντας τα παιδιά από το χέρι -για να μη χαθούν λόγω της πολυκοσμίας- κατευθύνονταν προς τα mall της εποχής εκείνης, δηλαδή το «Μινιόν», τους «Αφούς Λαμπρόπουλοι», τον «Δραγώνα», τον «Κατράντζο», το «Ατενέ», τον «Κλαουδάτο» για να ψωνίσουν.

Μια εποχή διαφορετική, πιο απλή, χωρίς κινητά, όπου όσοι είχαν Ι.Χ. μπορούσαν ακόμη άνετα να παρκάρουν στους δρόμους του κέντρου. Με πρωτόλειο μάρκετινγκ που ξεδιπλωνόταν σε διαφημίσεις στις σελίδες περιοδικών και εφημερίδων, πανό στους κινηματογράφους και στη συνέχεια με ασπρόμαυρες τηλεοπτικές διαφημίσεις. Με φώτα, στολισμούς, βιτρίνες και εκδηλώσεις για τα παιδιά στις γιορτές που τραβούσαν τους Αθηναίους και έκαναν το κέντρο της πόλης ιδανικό μέρος για περίπατο, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν να ψωνίσουν. Τα «Καταστήματα Δραγώνα» δεν ήταν το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης -τα σκήπτρα κρατούσαν το «Μινιόν» και οι «Αφοί Λαμπρόπουλοι»-, αλλά σίγουρα ήταν η εμπορική φίρμα με τη μεγαλύτερη ιστορία, καθώς ιδρύθηκαν στον Πειραιά το 1896.

Ωστόσο, ήταν θέμα χρόνου να επεκταθούν στο κέντρο της Αθήνας και να ταυτιστούν με αυτό που σήμερα αποκαλούμε lifestyle της εποχής. Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι και μη, πέρασαν ατελείωτες ώρες ψωνίζοντας και χαζεύοντας τις βιτρίνες, ενώ πολλές εκατοντάδες άνθρωποι εργάστηκαν σε αυτά. Το 1937 η μετεξέλιξη των «Μεγάλων Καταστημάτων Δραγώνα» σε ανώνυμη εταιρεία πραγματοποιήθηκε στο συμβολαιογραφείο Γιαννίτση, πατέρα του καθηγητή και πρώην υπουργού. Ο Γιώργος Σαρόγλου, απόγονος του ευεργέτη Πέτρου Σαρόγλου και ιδρυτής των «Καταστημάτων Σαρόγλου», ξεκίνησε την καριέρα του διακοσμώντας τις βιτρίνες των «Καταστημάτων Δραγώνα». Η πορεία όμως θα διακοπεί βίαια. Το πρώτο χτύπημα στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας ήρθε στις 19 Δεκεμβρίου 1980, με τον εμπρησμό στο «Μινιόν» και στον «Κατράντζο». Ακολουθούν στις 3 Ιουνίου 1981 οι ταυτόχρονοι εμπρησμοί του «Κλαουδάτου» στην πλατεία Κοτζιά και του «Ατενέ» στην οδό Σταδίου. Τον Ιούλιο του 1981 έρχεται η σειρά των «Καταστημάτων Δραγώνα» στην οδό Αιόλου και του «Λαμπρόπουλου» στον Πειραιά. Οι εμπρησμοί των πολυκαταστημάτων της Αθήνας παραμένουν ανεξιχνίαστοι και σηματοδοτούν το τέλος ενός κύκλου για το κέντρο της πόλης.

Στην περίπτωση του «Δραγώνα», οι εμπρηστικές βόμβες είχαν τοποθετηθεί στα δοκιμαστήρια τριών διαφορετικών ορόφων. Η Πυροσβεστική παρενέβη έγκαιρα και πρόλαβε να διασώσει τους υπόλοιπους ορόφους του καταστήματος.

Ωστόσο η επιχείρηση κλονίζεται, καθώς την πνίγουν και τα μεγάλα επιτόκια των δανείων. Μια προσπάθεια που έγινε να πάρει ο Λέανδρος Δραγώνας -που ήταν τότε στο τιμόνι της εταιρείας- την αντιπροσωπεία της «Marks and Spencer» δεν τελεσφορεί και έτσι το 1987 κατεβάζει ρολά βάζοντας τέλος σε μια επιχειρηματική ιστορία 91 ετών. Η κατάληξη της επιχείρησης ήταν δραματική, αλλά απολύτως αξιοπρεπής, καθώς η οικογένεια Δραγώνα αποζημίωσε τους εργαζομένους.

Το ξεκίνημα από τον Πειραιά

Η επιχείρηση ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Γιώργο Δραγώνα, που καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις ΗΠΑ χρησιμοποιούσε το λιμάνι του Πειραιά από όπου έφευγαν τα καράβια. Το κατάστημα που άνοιξε πούλαγε βαλίτσες, καπέλα κ.λπ. Ο Πειραιάς αναπτύσσεται και μαζί του γιγαντώνεται και η εμπορική επιχείρηση του Γ. Δραγώνα. Ο νεαρός επιχειρηματίας έχει εμπορικό μυαλό και εφαρμόζει σημαντικές καινοτομίες για την εποχή του, που καθιερώνουν γρήγορα την επιχείρηση. Τα «Καταστήματα Δραγώνα» λειτουργούν αδιάκοπα επί 24 ώρες, ώστε οι επιβάτες των καραβιών να μπορούν να ψωνίσουν ό,τι ώρα επιθυμούν. Ο ίδιος συλλαμβάνει έγκαιρα και τη σημασία της διαφήμισης. Αναρτά διαφημίσεις στα κάρα που μεταφέρουν εμπορεύματα στο κατάστημα και ζητά από τους αμαξάδες να κάνουν βόλτες στην πόλη, ώστε να βλέπουν οι Πειραιώτες τη φίρμα του μαγαζιού.

Οι δουλειές πάνε εξαιρετικά και το 1910 τα «Καταστήματα Δραγώνα» ανεβαίνουν στην Αθήνα και ανοίγουν το δεύτερο εμπορικό τους κατάστημα στην οδό Αιόλου. Στο μεταξύ ο ιδρυτής έχει παντρευτεί και αποκτήσει τέσσερις γιους, μεταξύ των οποίων και τον Λέανδρο, ο οποίος θα κρατήσει το τιμόνι της επιχείρησης μέχρι το τέλος, το 1987. Τα καταστήματα στην Αιόλου και στην ακτή Μιαούλη επεκτείνονται.

Οπως είχε δηλώσει ο μακαρίτης πλέον Λέανδρος Δραγώνας μιλώντας «Στη μηχανή του χρόνου» του Χρίστου Βασιλόπουλου, «τη δεκαετία του ’30 είχαμε οργανώσει εκπτώσεις σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. Πουλάγαμε πολύ φθηνά, γιατί είχαμε τη δυνατότητα ταμειακά, είχαμε πολύ ρευστό και αποταμιεύαμε. Ηταν μια ουρά 100 μέτρων έξω από τα καταστήματα για να προλάβουν στις 7 το πρωί να μπούνε μέσα να ψωνίσουν, όπως στα ‘‘Harrods’’ στο Λονδίνο. Ηταν τέτοιος ο συνωστισμός μια μέρα το ’32 που σπάσανε όλα τα κρύσταλλα στις προθήκες».

Η καλή περίοδος θα διακοπεί από τον πόλεμο το 1940. Τα ηνία της επιχείρησης έχει αναλάβει ο Λέανδρος Δραγώνας, ο οποίος τα καταφέρνει μια χαρά παρά το γεγονός ότι είναι μόλις 18 ετών. Οπως είχε πει σε συνέντευξή του «Στη μηχανή του χρόνου», καθιερώνει «τα ‘‘ πακέτα Δραγώνα’’ που είχαν μέσα δύο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες, γάλα και παπούτσια, κασκόλ και άλλα είδη που έπαιρναν οι μητέρες και τα έστελναν στα παιδιά τους στο μέτωπο. Είχα πουλήσει χιλιάδες δέματα σε μια στιγμή αδράνειας στο άλλο εμπόριο και ήταν μια επιτυχία».

Η καλή τύχη θα διακοπεί τον Απρίλιο του ’41. Αυτό που ο Λ. Δραγώνας περιέγραφε ως «το ωραιότερο κατάστημα στην πόλη, εξαώροφο, με μπαρ στο ισόγειο και κήπο, λουτρά για το προσωπικό» θα καταστραφεί ολοσχερώς με τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Τα «Μεγάλα Καταστήματα Δραγώνα» περιορίζονται πλέον στην Αθήνα και στην οδό Αιόλου. Τα χρόνια της Κατοχής θα κυλήσουν δύσκολα, με καθημερινά συσσίτια για το προσωπικό. Το 1945 πεθαίνει ο ιδρυτής Γ. Δραγώνας, ενώ στο μεταξύ ο Λέανδρος διαχειρίζεται την επιχείρηση.

Η Ελλάδα του ’50 παλεύει να κλείσει τις πληγές και κατά τα χρόνια που ακολουθούν τα «Καταστήματα Δραγώνα» είναι πάντα στην αγορά για να ικανοποιήσουν ένα καταναλωτικό κοινό που θέλει να ζήσει καλύτερα και προσπαθεί να μιμηθεί το μοντέλο ζωής στις μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Η επιχείρηση εμπλουτίζει την γκάμα των προϊόντων που προσφέρει και το 1973 ανοίγει και άλλο ένα κατάστημα στον Πειραιά, χωρίς όμως την ίδια επιτυχία. Το κατάστημα της Αιόλου βάζει κυλιόμενες σκάλες και καθιερώνει το roof garden. Ο Λ. Δραγώνας χρησιμοποιεί πρωτότυπες τακτικές για να προσελκύσει την πελατεία. Το 1980 φέρνει τους παίκτες του Ολυμπιακού στο μαγαζί του Πειραιά και συγκεντρώνει χιλιάδες κόσμο. Θα το επαναλάβει με τον Παναθηναϊκό στην Αιόλου, με ανάλογη επιτυχία. Τον επόμενο χρόνο, 40 χρόνια ακριβώς μετά τον βομβαρδισμό του καταστήματος στον Πειραιά από τους Γερμανούς, εκρήγνυνται οι τρεις εμπρηστικές βόμβες σε αυτό της Αιόλου. Η αντίστροφη μέτρηση για τα «Μεγάλα Καταστήματα Δραγώνα» έχει ξεκινήσει.

Γιώργος Δραγώνας
Ανθρωπος του πολιτισμού και των επιχειρήσεων

O 67χρονος Γιώργος Δραγώνας έφυγε από τη ζωή στις 16 Αυγούστου, καθώς κολυμπούσε στη θάλασσα της Παλαιάς Φωκαίας. Ηταν γιος του Θεμιστοκλή Δραγώνα, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Λέανδρο ήταν οι συνεχιστές της επιχείρησης των γνωστών πολυκαταστημάτων που ίδρυσε ο πατέρας τους Γιώργος Δραγώνας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947 και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και στην ΑΣΟΕΕ. Από το 1976 εργάστηκε ως δικηγόρος και παράλληλα ήταν ο νομικός σύμβουλος της οικογενειακής επιχείρησης μέχρι και το 1987 οπότε έκλεισε. Το 1995 ίδρυσε τη Δάφνη Επικοινωνίες Α.Ε., η οποία εξέδιδε γνωστά περιοδικά. Η εκδοτική του εταιρεία πουλήθηκε το 2004 στον όμιλο του ΑΝΤ1, ενώ θεωρείται ένας από τους αρχικούς εμπνευστές της εφημερίδας «Εspresso».

Ηταν προσωπικότητα με πολυσχιδή ενδιαφέροντα και δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά σε πολλούς τομείς. Το 1993 διετέλεσε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ, ενώ την περίοδο 1989-1991 ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Νέα Κτηματική Α.Ε. και διευθύνων της Α.Ε. Ξενία – Τουριστικές Επιχειρήσεις Ελλάδος.

Τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονταν και στον χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού: επί 15 χρόνια ήταν πρόεδρος του think tank του Κέντρου Πολιτικής Ερευνας και Επικοινωνίας, από το 2009 έως το 2011 διοργάνωνε την Art Athina, από το 2007 έως το 2011 πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού. Επίσης, για δέκα χρόνια εξέδιδε το περιοδικό «Highlights», ενώ διετέλεσε αντιπρόεδρος του Θεάτρου του Νότου και των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων. Ηταν παντρεμένος με την ιστορικό Θάλεια Δραγώνα, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Δάφνη.

Οικογένεια Δραγώνα

Τα «Καταστήματα Δραγώνα» δεν ήταν το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της Αθήνας,  αλλά σίγουρα ήταν η εμπορική φίρμα με τη μεγαλύτερη ιστορία, καθώς ιδρύθηκαν στον Πειραιά το 1896