Του Κώστα Τσαούση

Ο 33χρονος Παναγιώτης Καλογιάννης και η συνομήλική του Αγνή Μαυρίδου είναι ζευγάρι στη ζωή αλλά και στη δουλειά. Οι δυο τους αποτελούν μια ενδεικτική αλλά απολύτως χαρακτηριστική περίπτωση νέων συμπατριωτών μας που επιλέγουν να ζήσουν και να εργαστούν στην περιφέρεια και να μπουν στην περιπέτεια μιας μικρής -σε μέγεθος- επιχειρηματικότητας, που διαθέτει όμως έντονα τα στοιχεία της τοπικότητας. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια μορφή επιχειρηματικότητας απολύτως χρήσιμης στις μέρες μας, καθώς δημιουργεί και εξασφαλίζει απασχόληση και εισοδήματα συμβάλλοντας με τον δικό της τρόπο στο… ΑΕΠ της περιοχής.

Ο Παναγιώτης είναι από τη Σκιάθο, το νησί του Παπαδιαμάντη, και εκεί επέλεξε να στήσει το δικό του επιχειρηματικό εγχείρημα με ελάχιστα μέσα, αλλά με πίστη στις δυνάμεις του και πολλή αγάπη για τον τόπο του. Η Αγνή ήρθε από την Αθήνα και συντρόφευσε τον Παναγιώτη στο εγχείρημά του. Ο τελευταίος, τεχνικός στο επάγγελμα, μηχανολόγος ψυκτικός, στα προεισαγωγικά της κρίσης αποφασίζει να ασχοληθεί με τη γη και τις δραστηριότητες γύρω από αυτήν. «Το σκέφτομαι γύρω στο 2008 και έναν χρόνο αργότερα βάζω μπροστά τη φάρμα με τα γαϊδουράκια», λέει. Ναι, μια φάρμα με γαϊδουράκια στη Σκιάθο. Ούτε καφέ, ούτε κατάστημα με τσολιαδάκια Βορείων Σποράδων, ούτε -πολύ περισσότερο- ενοικιαζόμενα δωμάτια και «rent a car»…

Τέσσερα χρόνια μετά ο Παναγιώτης και η Αγνή κρατούν στα χέρια τους το πρώτο τους σαπούνι, παρασκευασμένο με πρώτη ύλη το γάλα που συγκεντρώνουν από το άρμεγμα μέσα στη φάρμα. Η καινοτομία τους δεν είναι ότι φτιάχνουν σαπούνι από γάλα γαϊδούρας. Δεν είναι δα ούτε οι πρώτοι, αλλά ούτε και οι τελευταίοι σε αυτή τη χώρα. Το καινούριο και το διαφορετικό σε σχέση με άλλες προσπάθειες βρίσκεται στο εξής: το προϊόν τους όχι μόνο είναι εντελώς χειροποίητο, αλλά και μέρος ενός ολοκληρωμένου κύκλου παραγωγής που ελέγχεται αποκλειστικά και μόνο από εκείνους.

Πρόκειται για μια οικοτεχνία φτιαγμένη στα μέτρα τους, που υπακούει και ανταποκρίνεται στους δικούς τους ρυθμούς και ανάγκες. Παράλληλα, είναι μια οικογενειακή δραστηριότητα που πέραν της παραγωγής έχει άμεση σχέση με τον τόπο, τη φύση και το περιβάλλον.

Ο Παναγιώτης και η Αγνή δεν ξεκίνησαν να φτιάχνουν με το καλημέρα σαπούνια, αλλά τα τελευταία ήρθαν ως φυσική συνέχεια των προσπαθειών τους. Ολα ξεκίνησαν από τη δημιουργία της φάρμας με τα γαϊδουράκια, ο αριθμός των οποίων σήμερα ανέρχεται σε τριάντα. Η εκτροφή τους έφερε και την παραγωγή γάλακτος, το οποίο αποτελεί πλέον την πρώτη ύλη των σαπουνιών με την επωνυμία «Οναγρος», μαζί με αγνό παρθένο ελαιόλαδο Σκιάθου και αρωματικά φυτά που προέρχονται από την πλούσια φύση του νησιού.

Ας μείνουμε όμως στο προϊόν, το οποίο είναι χειροποίητο από την αρχή μέχρι το τέλος. «Ολα περνούν από τα χέρια μας», λέει ο Παναγιώτης και εξηγεί: «Εμείς τινάζουμε τις ελιές και μαζεύουμε τον καρπό. Δικό μας λάδι βάζουμε στο σαπούνι. Το γάλα της γαϊδούρας είναι από τη δική μας φάρμα. Εμείς αρμέγουμε. Δικό μας είναι το εργαστήριο παρασκευής και εμείς το δουλεύουμε». Ακόμη και τα αρωματικά φυτά που μπαίνουν στη σύνθεση είναι διαλεγμένα και μαζεμένα από εκείνους.

Ο Παναγιώτης είναι πρόθυμος να πει λεπτομέρειες. Το χαίρεται όταν μιλά για τα σαπούνια τους. Μας αποκαλύπτει ακόμη και τα αρωματικά που χρησιμοποιούν, όπως το φασκόμηλο και το τίλιο, αλλά και το τσάι του βουνού και η λεβάντα. Μας αναφέρει και τον λευκό άργιλο που βάζει σε πολλά σαπούνια, ο οποίος βοηθά, όπως εξηγεί, στην απολέπιση.

Δίχως άλλο, η αφήγηση του Παναγιώτη μας φέρνει στο προσκήνιο την πραγματικότητα μιας οικοτεχνίας που στην ελληνική περιφέρεια περιορίζει στο ελάχιστο δυνατόν τα έξοδά της και εξασφαλίζει εργασία και εισοδήματα σε μια οικογένεια νέων ανθρώπων.

Αναζητώντας διέξοδο στις αγορές

Σήμερα, οι φίλοι μας από τη Σκιάθο ξέρουν πολλά περισσότερα για τα σαπούνια, αλλά και τον κύκλο παραγωγής και διάθεσής τους. Η δυναμικότητα παραγωγής τους φτάνει τα 1.000 κομμάτια τον μήνα και γι’ αυτή την ποσότητα απαιτούνται περίπου 25 κιλά γάλα, που θα αποτελέσει το 25% της τελικής σύνθεσης του σαπουνιού που πάνω κάτω ζυγίζει 100 γραμμάρια το ένα. Μέχρις στιγμής, όμως, τα σαπούνια ταξιδεύουν στις βαλίτσες και τα σακίδια των τουριστών που επισκέπτονται το νησί και τους φέρνει ο δρόμος τους στο τέρμα της οδού Παπαδιαμάντη, κοντά στο Γυμνάσιο Σκιάθου -εκεί βρίσκεται το κατάστημα του αδελφού του Παναγιώτη-, αφού δεν έχουν βρει διέξοδο στις αγορές. «Είμαστε ακόμη στην αρχή», λέει o Παναγιώτης Καλογιάννης και εξηγεί πως οι ίδιοι πιέστηκαν να συστηματοποιήσουν την παραγωγή τους με αφορμή τη συμμετοχή τους σε μια καλοκαιρινή έκθεση αγροτικών προϊόντων στη Νέα Αγχίαλο, στην ηπειρωτική πλευρά της Μαγνησίας.

Ο Παναγιώτης θα βρει την άκρη με τη λιανική. Το παλεύει, το ψάχνει. Κάτι θα καταφέρει στο τέλος. Εχει πίστη στις δυνάμεις και στο σχέδιό του, το οποίο έχει να κάνει με την επέκταση των δραστηριοτήτων του – και στη φάρμα, αλλά και στην παρασκευή καλλυντικών με βάση την πρώτη ύλη του γάλακτος που μαζεύει στη φάρμα του. Μπορεί να ασχοληθεί και με το εμπόριο του γάλακτος της γαϊδούρας, αλλά γι’ αυτό απαιτείται να αυξηθεί ο πληθυσμός της φάρμας. Θα το ξανασκεφτεί όταν ο αριθμός των γαϊδουριών φτάσει ή ξεπεράσει τα 100, το κρίσιμο μέγεθος. Αν και δεν υπάρχει θεσμικά κατοχυρωμένη αγορά για το γάλα γαϊδούρας και τα προϊόντα του, οι τιμές που κυμαίνονται από 30 έως 50 ευρώ το κιλό είναι εξαιρετικό κίνητρο.