Κρίση, ύφεση, αλλά και καλές καιρικές συνθήκες έφεραν μείωση της τάξης του 17% ακόμα και στην κατανάλωση του – σημαντικά φθηνότερου από το πετρέλαιο – φυσικού αερίου στο Λεκανοπέδιο της Αττικής.

Ειδικότερα στη βιομηχανία η μείωση έφθασε το 20% και στα νοικοκυριά το 22%, παρά το γεγονός ότι στο δίκτυο της Εταιρίας Παροχής Αερίου (ΕΠΑ) Αττικής προστέθηκαν 25.000 συνδέσεις, ανεβάζοντας το σύνολο των συνδέσεων σε 285.000 στο τέλος του 2012. Ωστόσο, στα  κτίρια του Δημοσίου η πτώση ήταν πιο περιορισμένη.

Τα στοιχεία προέρχονται από ενημερωτική εκδήλωση της ΕΠΑ Αττικής, κατά την οποία παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματά της εταιρείας για το 2012.

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της εταιρίας, Χρήστο Μπαλάσκα, η κατανάλωση φυσικού αερίου στο λεκανοπέδιο έφθασε πέρυσι τα 271,8 εκατ. κυβικά μέτρα, από 328,1 εκατ. το 2011.

Αιτία της μείωσης, το υψηλό κόστος που απαιτεί η εγκατάσταση θέρμανσης φυσικού αερίου σε μια πολυκατοικία ή μονοκατοικία, παρά τα προγράμματα χρηματοδότησης που κατά καιρούς «τρέχει» η ΕΠΑ.

Συγκεκριμένα το 2012 έβαλαν φυσικό αέριο περίπου 20.000 νοικοκυριά, έναντι 25.000 το 2011. Για το 2013 ο στόχος της ΕΠΑ Αττικής είναι να προστεθούν 15.000 νοικοκυριά και να φθάσουν στις 300.000, από 285.000 στο τέλος του 2012. Όσο για τα νοικοκυριά που έχουν σήμερα πρόσβαση στο δίκτυο φυσικού αερίου είναι 700.000, ή το 55% του συνόλου.

Σύμφωνα με την εταιρεία, το φυσικό αέριο είναι 38% οικονομικότερο από το πετρέλαιο θέρμανσης, ενώ σε σχέση με τον ηλεκτρισμό η διαφορά τιμής φθάνει στο 50%.

Αναφορικά με τις τιμές του φυσικού αερίου, έχουν μειωθεί κατά 6% σε σχέση με πέρυσι, καθώς η ΕΠΑ έχει μετακυλήσει τις αντίστοιχες μειώσεις που της έκανε ο προμηθευτής της, δηλαδή η ΔΕΠΑ. Εκείνη με τη σειρά της, μετέφερε στην ΕΠΑ τις μειώσεις από τους προμηθευτές της, τη Gazprom και την αλγερινή Sonatrach. Τέλος, αναφορικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, και συγκεκριμένα στο 1,7 % του συνόλου.

Σε επίπεδο κερδοφορίας, η ΕΠΑ Αττικής παρουσίασε κέρδη το 2012 ύψους 20,7 εκατ. ευρώ, έναντι 30,6 εκατ. το 2011. Όσο για τον τζίρο ανήλθε στα 200 εκατ. Ευρώ. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές διαμορφώθηκαν στο 1,7% του συνόλου.