Οπισθοδρόμηση της εξυγιαντικής πολιτικής χαρακτηρίζει την κίνηση εκ μέρους της κυβέρνησης να αποσύρει το μέτρο του εισιτηρίου των 25 ευρώ για την εισαγωγή στα δημόσια νοσοκομεία η Δ/νση οικονομικών αναλύσεων της Alpha Bank υπό τον κ. Μιχάλη Μασουράκη. Όπως γράφει στο τελευταίο οικονομικό δελτίο η ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων δεν μπορεί να συνεχίστεί χωρίς να πληρώνουν αυτοί που εισάγονται για νοσηλεία στα νοσοκομεία ενώ θεωρεί μονόδρομο και τη δυνατότητα τα ελληνικά νοσοκομεία να παρέχουν υπηρεσίες σε ξένους κατοίκους – ιατρικός τουρισμός – για να τονωθούν τα έσοδα. “Η κρατική δαπάνη για την υγεία δεν θα μπορεί να υπερβεί το 6,0% του ΑΕΠ της χώρας”, σημειώνει χαρακτηριστικά. 
 
Παρατίθεται απόσπασμα απ’ το εβδομαδιαίο δελτίο: 
 
“Το 2014 βρήκε την Ελλάδα στην Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ελληνική οικονομία να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα ανάκαμψης. Πολιτικά και οικονομικά ενδυναμωμένη μετά από υπεράνθρωπη και επιτυχημένη προσπάθεια προσαρμογής, η χώρα μας προσπαθεί σταδιακά να βγει από τις συμπληγάδες του παλαιοκομματισμού και της κρατικοδίαιτης οικονομίας. Και σκοντάφτει κάθε τόσο. 
 
Συγκεκριμένα, πρόσφατα επιχειρήθηκε η εφαρμογή του νόμου για την επιβολή ενός ελάχιστου νοσηλίου € 25 για κάθε εισαγωγή για νοσηλεία σε νοσοκομείο του ΕΣΥ, με σαφή εξαίρεση των ατόμων που βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία, των χρονίως πασχόντων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στόχος ήταν η μικρή αρχικά ενίσχυση των οικονομικών των νοσοκομείων (π.χ., για κάλυψη τουλάχιστον του κόστους περίθαλψης των ανασφάλιστων) και η έναρξη της διαδικασίας αντιμετώπισης της διαφθοράς και των αδιαφανών πληρωμών που εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα στον τομέα της υγείας. Ωστόσο, όπως φαίνεται, το διακύβευμα ήταν πολύ οδυνηρό για όσους λυμαίνονται το χώρο της υγείας – όχι βέβαια για τα ευκατάστατα ούτε ακόμη και για τα οικονομικά αδυνατισμένα από την κρίση νοικοκυριά. Το μόνο που ζητούν τα νοικοκυριά είναι να έχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής, ποιοτικής  και σχετικά χαμηλού και διαφανούς κόστους περίθαλψης στα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Κατά συνέπεια, και αυτό το πολύ διστακτικό εγχείρημα ακυρώθηκε, πριν καν εφαρμοστεί, και πάλι με τον ίδιο τρόπο που ακυρώθηκε και το εγχείρημα  εκλογίκευσης της φορολογίας των ακινήτων με την ανατροπή του ευρείας βάσης Ενιαίου Φόρου Φορολογίας Ακινήτων (ΕΝΦΑ). 
 
Συνεχίζονται, επίσης, οι έντονες πιέσεις προς την Κυβέρνηση για μείωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης παρά το ότι: α) οι καιρικές συνθήκες στη χώρα έχουν μειώσει δραστικά τα τελευταία δύο έτη τις δαπάνες των εγχώριων νοικοκυριών για θέρμανση (αντίθετα με ότι συμβαίνει σε πολλές άλλες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, όπου σημειώνονται θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν), β) το κράτος επιχορηγεί ικανοποιητικά τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν αυξημένες επιβαρύνσεις από τη δαπάνη για θέρμανση (παρά τις πολύ καλές καιρικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα) και γ) η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης με τον φόρο στο πετρέλαιο κίνησης έχει συμβάλλει ουσιαστικά στη δραστική μείωση του λαθρεμπορίου στα καύσιμα.  
 
Το νοσήλιο των € 25
 
Από 1.1.2014 επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή η διάταξη του Κεφ. ΙΒ2, παρ. 12, του Ν. 4093/2012 για την καταβολή υπέρ του ΕΟΠΥΥ του ποσού του € 1,0 ανά συνταγή που εκτελείται σε φαρμακείο, καθώς και για την καταβολή του ποσού των € 25 για κάθε εισαγωγή για νοσηλεία σε νοσοκομείο του ΕΣΥ. Σχετικά, εκδόθηκε εγκύκλιος του Υπ. Υγείας σύμφωνα με την οποία το ποσό των € 25 θα πληρωνόταν από κάθε πολίτη που εισάγεται για νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο. Σημειώνεται ότι για νοσηλεία 24 ωρών σε κάποια νοσοκομεία του ιδιωτικού τομέα το κόστος για τον ασθενή μπορεί να υπερβεί το € 1000, ποσό που πολλαπλασιάζεται ανάλογα με τις ημέρες νοσηλείας. Αυτό δε που θέσπιζε ο νόμος και η εγκύκλιος του Υπ. Υγείας ήταν πληρωμή € 25 ακόμη και για νοσηλεία 10-ημερών ή/και 25-ημερών σε νοσοκομείο του ΕΣΥ, έναντι πολλών χιλιάδων ευρώ που θα στοίχιζε η ίδια νοσηλεία στον ιδιωτικό τομέα.  Επίσης, η εγκύκλιος προσδιόριζε τις κατηγορίες των ασθενών (κατόχων βιβλιαρίων οικονομικής αδυναμίας, χρονίως πασχόντων, ατόμων με ειδικές ανάγκες, στρατιωτικών, φυλακισμένων, κ.ά.) που απαλλάσσονταν από την καταβολή του εξαιρετικά χαμηλού αυτού νοσηλίου. Επομένως, το νοσήλιο θα το πλήρωναν μόνο εκείνοι που δεν βρίσκονταν σε οικονομική αδυναμία και εκείνοι που δεν ήταν χρονίως πάσχοντες ή άτομα με ειδικές ανάγκες.
 
Το μέτρο αυτό ήταν εξαιρετικά διστακτικό ως προς το εύρος εφαρμογής του και ως προς τα οικονομικά του αποτελέσματα (υποστηρίχθηκε ότι οι εισπράξεις από αυτό δεν θα υπερέβαιναν τα € 10 εκατ.), και θα ετίθετο σε εφαρμογή με πολύ μεγάλη καθυστέρηση (4-ολόκληρα έτη μετά την χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου). Παρ’ όλα αυτά, ήταν η πρώτη προσπάθεια εφαρμογής πολιτικών ανάκτησης ενός μέρους του κόστους λειτουργίας των νοσοκομείων από τους χρήστες. Αποτελούσε στην ουσία το πρώτο θετικό μέτρο προς την κατεύθυνση της εκλογίκευσης και ομαλοποίησης της λειτουργίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Έως σήμερα τα μέτρα που εφαρμόστηκαν ήταν μεν δραστικά και πολύ σημαντικά ως προς τον περιορισμό της σπατάλης πόρων και την περικοπή των δαπανών στα δημόσια νοσοκομεία, αλλά κανένα μέτρο δεν είχε ως στόχο την αποκατάσταση μιας σταθερής πηγής εσόδων γι’ αυτά τα νοσοκομεία. Αντίθετα, το μέτρο των € 25 στην εισαγωγή για νοσηλεία σε κρατικό νοσοκομείο αποτελούσε το πρώτο ουσιαστικά μέτρο προς την κατεύθυνση: (1) της έναρξης της διαδικασίας πάταξης της διαφθοράς που ανθεί ακόμη και σήμερα και ιδιαίτερα στα νοσοκομεία (όπως αποκαλύπτεται από τα περιστατικά που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας, αλλά και από την εμπειρία των ασθενών στα κρατικά νοσοκομεία) και (2) της θέσπισης πρόσθετων πηγών ενίσχυσης των οικονομικών πόρων των νοσοκομείων, όπως είναι αναγκαίο για την παροχή από αυτά ποιοτικών υπηρεσιών περίθαλψης στους πολίτες που έχουν απόλυτη ανάγκη αυτές τις υπηρεσίες. 
 
Σημαντικότερη συμβολή στην επίλυση των δύο αυτών μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μπορεί να δοθεί με την επιδίωξη της ανάκτησης ενός μέρους του κόστους παροχής των υπηρεσιών των νοσοκομείων του ΕΣΥ από τους ίδιους τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα της διαφθοράς στα νοσοκομεία μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν ο κάθε ασθενής ξέρει με βεβαιότητα εκ των προτέρων το πόσο που θα του στοιχίσει η κάθε νοσηλεία σε νοσοκομείο (δημόσιο ή ιδιωτικό) και όταν αυτό που θα πληρώσει θα το εισπράξει το νοσοκομείο με νόμιμες αποδείξεις και παραστατικά και όχι άλλοι παράγοντες, αφορολόγητα και με πλήρη αδιαφάνεια, όπως συμβαίνει σε μεγάλη έκταση έως σήμερα. Από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα της συνέχισης της ικανοποιητικής λειτουργίας των ελληνικών νοσοκομείων εξαρτάται τώρα από τη δυνατότητα επαρκούς χρηματοδότησης του κόστους λειτουργίας τους. 
 
Η χρηματοδότηση των νοσοκομείων δεν είναι σήμερα δυνατό να πραγματοποιηθεί με επάρκεια από το κράτος και από τα ασφαλιστικά ταμεία για τους ακόλουθους λόγους: (1) Διότι οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν  χάσει πια τη δυνατότητα που είχαν έως πρόσφατα να ασκούν «κοινωνική πολιτική» με τον συνεχώς διογκούμενο δανεισμό από το εξωτερικό και το εσωτερικό, για να παρέχονται δωρεάν υψηλού κόστους υπηρεσίες όχι μόνο σε εκείνους που τις έχουν ανάγκη αλλά δεν διαθέτουν επαρκείς ιδίους οικονομικούς πόρους, αλλά και στους πιο ευκατάστατους. Και, βεβαίως, για να προσφέρονται υπηρεσίες στους περισσότερο δικτυωμένους (στους δικούς μας) πολίτες της χώρας μας, σε εκείνους δηλαδή που πάντοτε βρίσκονται στην πρώτη θέση εκμετάλλευσης της «κοινωνικής πολιτικής» των ελληνικών κυβερνήσεων, χωρίς, στις περισσότερες περιπτώσεις, να έχουν συμβάλει στη χρηματοδότηση αυτής της πολιτικής. (2) Διότι οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία έχουν καταποντιστεί σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα όχι μόνο εξαιτίας της αυξημένης ανεργίας και των μειωμένων εισοδημάτων, αλλά και λόγω του ότι ένα μεγάλο μέρος των ασφαλισμένων δεν πληρώνει πλέον της εισφορές που οφείλει στα ασφαλιστικά ταμεία. (3) Διότι τα φορολογικά έσοδα της χώρας έχουν επίσης καταποντιστεί, παρά την υπερ-φορολόγηση των γνωστών υποζυγίων, αφού ένα μεγάλο μέρος των φορολογουμένων δεν πληρώνει όχι μόνο τους φόρους εισοδήματος και περιουσίας, αλλά ούτε καν τον ΦΠΑ. 
 
Σε πολλές χώρες (μεταξύ άλλων Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία κ.α.) η υγεία παρέχεται, όπως και στην Ελλάδα, «δωρεάν» (στη βάση εισφορών). Σε όλες τις χώρες, όμως, γίνεται προσπάθεια ο χρήστης να πληρώνει μερικώς όταν χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες υγείας. Ακόμη και στη Σουηδία, που φημίζεται για την «δωρεάν» υγεία, υπάρχει ανάλογη πληρωμή νοσηλίου. Και αν το σύστημα είναι πιο γενναιόδωρο, αυτό συμβαίνει διότι τα φορολογικά έσοδα στην Σουηδία ανέρχονται σε 44,3% του ΑΕΠ της (ΟΟΣΑ, 2012). Είναι φανερό ότι το ίδιο δεν μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα όπου τα φορολογικά έσοδα διαμορφώνονταν το 2012 στο 33,8% του, καταποντισμένου τα τελευταία έτη, ΑΕΠ της χώρας. Εάν στην Ελλάδα τα φορολογικά έσοδα ήσαν στα επίπεδα της Σουηδίας (44,3%), ή της Ιταλίας (44,4%), ή της Γαλλίας (45,3%), ή της Δανίας (48,0%), τότε θα υπήρχαν επιπλέον διαθέσιμοι πόροι (ύψους € 20 δις περίπου), από τους οποίους ένα σημαντικό μέρος θα μπορούσε να διατεθεί για περισσότερη «δωρεάν υγεία». Ωστόσο, η Ελλάδα χρεοκόπησε το 2009 διότι οι κυβερνήσεις της προσπάθησαν έως τότε (και προσπαθούν ακόμη και σήμερα) να εφαρμόσουν την κοινωνική πολιτική της Σουηδίας με στήριγμα το ανεπαρκές ελληνικό φορολογικό σύστημα και, επιπλέον, με βάση το ελληνικό σύστημα δημόσιας διοίκησης.   
 
Με τα ανωτέρω δεδομένα, είναι εμφανές ότι η ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων της χώρας δεν είναι πλέον δυνατό να συνεχιστεί αν εκείνοι που εισάγονται για νοσηλεία στα νοσοκομεία (που δεν είναι οικονομικά αδύνατοι, που δεν είναι χρονίως πάσχοντες ή άτομα με ειδικές ανάγκες) δεν αναλάβουν να πληρώσουν ένα μικρό έστω μέρος αυτού του κόστους λειτουργίας. Επιπλέον, τα ελληνικά νοσοκομεία θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εισπράττουν έσοδα από προσφορά υπηρεσιών σε ξένους κατοίκους (ιατρικός τουρισμός), καθώς και από όποια άλλη πηγή έχουν δυνατότητα να κινητοποιήσουν, συμπληρώνοντας έτσι τις κρατικές επιχορηγήσεις που θα αυξάνονται από εδώ και πέρα μόνο σε αναλογία με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της χώρας. Η κρατική δαπάνη για την υγεία δεν θα μπορεί να υπερβεί το 6,0% του ΑΕΠ της χώρας,
 
Με βάση τα ανωτέρω η απόφαση της Κυβέρνησης να μην εφαρμόσει τελικά τον νόμο για την πληρωμή νοσηλίου € 25 για κάθε εισαγωγή ασθενούς σε νοσοκομείο του ΕΣΥ από 1.1.2014, αποτελεί σαφή οπισθοδρόμηση στην εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της χώρας. Η επιβολή, ως ισοδύναμου μέτρου, της αύξησης της φορολογίας των τσιγάρων κατά 5 λεπτά για κάθε ευρώ, αποτελεί σαφή υπεκφυγή αφού δεν πρόκειται να έχει καμιά συμβολή ούτε στην αναγκαία ενίσχυση των οικονομιών των κρατικών νοσοκομείων, ούτε και στην επίσης αναγκαία μείωση της διαφθοράς και της υπέρμετρης επιβάρυνσης των ασθενών που νοσηλεύονται στα κρατικά νοσοκομεία με αδιαφανείς και σε μεγάλο βαθμό αφορολόγητες πληρωμές.            
 
Φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης
 
Ο αυξημένος φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης υπερ-αντισταθμίστηκε από τις έως τώρα εξαιρετικά ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και από το επίδομα θέρμανσης. Στην Ελλάδα οι ανάγκες για θέρμανση το χειμώνα, ή ακόμη και για κλιματισμό το καλοκαίρι είναι σχετικά χαμηλές, σε σύγκριση με πολλές άλλες αναπτυγμένες χώρες. Αυτό που παρουσιαζόταν ως κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης το 2009 (3,9 εκατ. χλτ.) ήταν στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό υπερ-κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης λόγω του τεχνητά χαμηλού κόστους του και κατανάλωσης ως πετρέλαιο κίνησης, με πολύ μεγάλα κέρδη για τους χρήστες. Αυτό που καταγράφηκε ως κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης το 2013 (0,87 εκατ. χλτ.) αποτελεί την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης που αγοράστηκε με κανονικές αποδείξεις και δείχνει σε μεγάλο βαθμό τόσο την προσπάθεια εξοικονόμησης λόγω του υψηλού κόστους του, όσο και τις σημαντικά περιορισμένες ανάγκες των νοικοκυριών για θέρμανση στην περίοδο Οκτ.2012-Ιαν.2014. 
 
Από την άλλη πλευρά, τα νοικοκυριά που παρά τις καλές καιρικές συνθήκες είχαν ανάγκη για μεγάλες ποσότητες πετρελαίου θέρμανσης είχαν τη δυνατότητα να επιδοτηθούν με διαφάνεια από το κράτος, μειώνοντας δραστικά το κόστος της θέρμανσής τους, τόσο στην περίοδο Οκτ.2012 –Μαΐου 2013, όσο και στην περίοδο Οκτ.2013 – Μαϊου.2014. Ιδιαίτερα στη 2η περίοδο έχουν ήδη εγκριθεί οι αιτήσεις επιδότησης σε άνω των 500.000 νοικοκυριών, για τα οποία μειώνεται ακόμη περισσότερο (από ότι είχε ήδη μειωθεί λόγω των πολύ καλών καιρικών συνθηκών) το κόστος θέρμανσης και για τον φετινό χειμώνα.
 
Σημειώνεται ότι οι τιμές αγοράς του πετρελαίου θέρμανσης αυξήθηκαν κατά 35% περίπου τον Οκτ.2012, έναντι του Οκτ.2011, αλλά μειώθηκαν τον Οκτ.2013 κατά -6,5% περίπου έναντι του Οκτ.2012, λόγω της σημαντικής μείωσης και των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Επίσης, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης το 2013 έναντι του 2009 οφείλεται όχι μόνο στην αύξηση του σχετικού φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης αλλά και στη μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1. Ειδικότερα, η μέση τιμή του πετρελαίου Brent στο 1ο 6μηνο του 2009 ήταν στα € 39,8/Βαρέλι, ενώ κατά τη διάρκεια του 2013 διαμορφώθηκε στα € 81,9/Βαρέλι”.
 
ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΟΛΟ ΤΟ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ALPHA BANK