Ήρθε η σειρά των κυβερνήσεων να στηρίξουν την οικονομία, αφού τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών ίσως να μην αποδώσουν, λένε τώρα πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές, ύστερα από την ξαφνική χθεσινή απόφαση της FED να μειώσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές επιπτώσεις του κορωνοϊού.

Η μείωση της FED δεν ήταν μόνο ξαφνική, αλλά και σημαντική, στο 1% έως 1,25% από 1,5% έως 1,75% που ήταν προηγουμένως, κάτι που είχε κάνει για τελευταία φορά το 2008, με το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης.

Η κίνηση αυτή ερμηνεύθηκε από τους επενδυτές ως ένδειξη του ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ «βλέπει» μεγάλα προβλήματα στην οικονομία και γι αυτό έσπευσε να κάνει ένα μεγάλο βήμα.

Και τούτο παρά το γεγονός ότι τη μεγάλη πτώση της περασμένης εβδομάδας ακολούθησε μεγάλη άνοδος τη Δευτέρα, η οποία αποδόθηκε στην εκτίμηση ότι οι συντονισμένες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και των διεθνών οργανισμών αφενός θα αντιμετωπίσουν τις όποιες οικονομικές συνέπειες του κορωνοϊού αφετέρου θα δώσουν νέα καύσιμα στις αγορές τίτλων, μέσα από την νομισματική χαλάρωση.

Θεωρείται δεδομένο, άλλωστε, ότι στην ίδια κατεύθυνση με τη FED θα κινηθεί και η ΕΚΤ, η οποία εκτός από μείωση επιτοκίων μάλιστα αναμένεται να αυξήσει και το ρυθμό αγοράς ομολόγων από 20 δισ ευρώ που είναι σήμερα και άλλες κεντρικές τράπεζες όπως εκείνη της Ιαπωνίας.

Η κίνηση της FED, όμως, έδειξε ότι το πρόβλημα μπορεί να είναι και μεγαλύτερο από ότι αρχικά είχε εκτιμηθεί, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η άποψη που διαρκώς κερδίζει έδαφος οικονομολόγων και αναλυτών, ότι η παραδοσιακή νομισματική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών μπορεί να αποδειχθεί «άσφαιρη».

Το σκεπτικό όσων υιοθετούν την άποψη αυτή είναι ότι η νομισματική χαλάρωση, με μείωση επιτοικίων και «τύπωμα χρήματος» (μέσα από τις μαζικές αγορές ομολόγων, την ποσοτική χαλάρωση) αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζήτησης στην οικονομία, όταν δηλαδή οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις «φρενάρουν» τις δαπάνες τους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται υφεσιακές πιέσεις μέσα σε ένα περιβάλλον αντιπληθωρισμού (υποχώρησης των τιμών).

Ο κορωνοϊός, όμως, πέρα από τα προβλήματα ζήτησης δημιουργεί και προβλήματα προσφοράς, καθώς οι επιχειρήσεις μειώνουν την παραγωγή τους, λόγω απουσίας εργαζομένων ή διακοπής της εφοδιαστικής αλυσίδας, κατάσταση που δεν διορθώνεται ούτε με τα χαμηλότερα επιτόκια ούτε με την πρόσθετη ρευστότητα. Η δε μείωση της προσφοράς συντελεί στην αύξηση των τιμών, ήτοι στη δημιουργία πληθωρισμού ο οποίος θα αναγκάσει και τις κεντρικές τράπεζες να ανεβάσουν τα επιτόκια -επιτείνοντας το όποιο πρόβλημα ζήτησης.

Η κατάσταση αυτή, εφόσον τελικά επικρατήσει, πιθανότατα θα οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο για το οποίο οι κινήσεις που έκαναν μέχρι τώρα οι κεντρικές τράπεζες ελάχιστα θα προσφέρουν.

Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές πιστεύουν ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αφορούν στις κυβερνήσεις οι οποίες πρέπει να ανοίξουν τους προϋπολογισμούς για να διοχετεύσουν χρήματα στην πραγματική οικονομία και στην αντιμετώπιση των συνεπειών του ιού.

Στην κατεύθυνση αυτή άλλωστε πιέζει τα τελευταία χρόνια συστηματικά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, καθώς διαπιστώνουν ότι τα νομισματικά μέτρα των τελευταίων ετών μπορεί μεν να αποτρέπουν τα χειρότερα, αλλά δεν έχουν καταφέρει να βγάλουν οικονομίες όπως την ευρωπαϊκή από το τέλμα.