Για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε σωστά το απίστευτο χρηματοπιστωτικό χάος των τελευταίων ημερών στη Ρωσία, η οποία συγκέντρωσε τα μαζικά πυρά του τοκογλυφικού κεφαλαίου που κυβερνάει δικτατορικά τον πλανήτη, έχοντας προηγουμένως επιβάλλει τη δική του παγκοσμιοποίηση, θα πρέπει αρχικά να αναφερθούμε στο πως ακριβώς ορίζεται μία συναλλαγματική κρίση – η οποία ξεσπάει, όταν η «εξωτερική τιμή» ενός νομίσματος δεν μπορεί πλέον να κρατηθεί.

Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου γεγονότος είναι μία ξαφνική, ισχυρή υποτίμηση του νομίσματος, η διακύμανση του οποίου απέναντι στα υπόλοιπα είναι ελεύθερη. Η συναλλαγματική κρίση πυροδοτείται συνήθως όταν οι συμμετέχοντες στις χρηματαγορές εγκαταλείπουν μαζικά το νόμισμα – οπότε ακολουθούν εκροές κεφαλαίων, ενώ μειώνονται ραγδαία οι εισροές, με τα πάσης φύσεως δάνεια να μην ανανεώνονται.

Συνήθως, μία συναλλαγματική κρίση καταλήγει σε μία χρηματοπιστωτική (χρηματιστήρια, τράπεζες) και οικονομική κρίση – η οποία καταπολεμάται από την κυβέρνηση της εκάστοτε χώρας, συχνά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, με τη βοήθεια της νομισματικής ή/και της οικονομικής πολιτικής.          

Οι αιτίες της συναλλαγματικής κρίσης μπορεί να είναι τα άσχημα μακροοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη ενός κράτους, όπως η υπερχρέωση ή το εξαιρετικά ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με κριτήριο τα οποία το νόμισμα θεωρείται υπερτιμημένο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι επενδυτές αναμένουν μία «διόρθωση» – την πτώση δηλαδή της ισοτιμίας του νομίσματος. Επομένως την προκαλούν, κερδοσκοπώντας εις βάρος του – πουλώντας το νόμισμα ανοιχτά, αφού το δανειστούν, για να το αγοράσουν αργότερα σε πολύ χαμηλότερη τιμή.

Σε γενικές γραμμές πάντως οι άνθρωποι αποφεύγουν τα μη ασφαλή νομίσματα, είτε τοποθετούμενοι σε άλλα, είτε επιλέγοντας πάγιες αξίες, επειδή αναμένουν την υποτίμηση τους – οπότε αναφερόμαστε στη «φυγή κεφαλαίων». Συχνά όμως η φυγή αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως μία «αυτο-εκπληρούμενη προφητεία» (Self-fulfilling prophecy) – λόγω της οποίας είναι δυνατή η κατάρρευση του νομίσματος, χωρίς να αιτιολογείται καθόλου ή μόνο εν μέρει, από τα θεμελιώδη μεγέθη μίας χώρας. Φυσικά δε, μία τραπεζική κρίση μπορεί να προκαλέσει επίσης μία συναλλαγματική κρίση

Τα κλασσικά παραδείγματα συναλλαγματικών κρίσεων είναι η κρίση του δολαρίου το 1971, η κρίση της βρετανικής στερλίνας το 1992 (όπου η κυβέρνηση της χώρας δεν μπόρεσε να διατηρήσει τη σταθερή ισοτιμία του νομίσματος, αναγκαζόμενη από τον G. Soros στην υποτίμηση που ακολούθησε), η «κρίση της τεκίλας» στο Μεξικό το 1994, η ασιατική κρίση το 1997 και η κρίση της Βραζιλίας το 1999.

Περαιτέρω, υπάρχουν τρία διαφορετικά μοντέλα ερμηνείας των συναλλαγματικών κρίσεων, τα οποία δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους – δεν συγκρούονται δηλαδή, αλλά επεξηγούν διαφορετικές καταστάσεις:

(α)  Μοντέλα της πρώτης γενιάς: Δημιουργήθηκαν από την κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής το 1979, η οποία προκλήθηκε από το συνδυασμό μίας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (ελλείμματα προϋπολογισμού, αυξημένες δημόσιες επενδύσεις), με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες – όπου τα νομίσματα τότε των συγκεκριμένων χωρών ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο.

Η αύξηση της ποσότητας χρήματος, καθώς επίσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, οδήγησε σε έναν υψηλό πληθωρισμό – όπου η σύνδεση των νομισμάτων με το δολάριο δεν επέτρεπε τη διόρθωση (υποτίμηση) τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών.

Στη συνέχεια, οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να στηρίξουν την ισοτιμία των νομισμάτων τους, πουλώντας τα συναλλαγματικά αποθέματα τους – οπότε αυτά μειώθηκαν επικίνδυνα, αναγκάζοντας τες τελικά να αφήσουν ελεύθερη τη διακύμανση των νομισμάτων τους, τα οποία υποτιμήθηκαν ραγδαία.    

Κάτι σχετικά ανάλογο συμβαίνει στην Ευρωζώνη, όπου τα νομίσματα όλων των «χωρών-μελών» της είναι θεωρητικά συνδεδεμένα με το ευρώ – με αποτέλεσμα. αυτά που είναι υπερτιμημένα (Ιταλία κλπ.), να προκαλούν ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ τα υπερτιμημένα (Γερμανία) τεράστια πλεονάσματα.

Η αναγκαία μείωση της ισοτιμίας των νομισμάτων επιχειρείται με την «εσωτερική υποτίμηση» (μείωση μισθών κλπ.) – όπου όμως, επειδή δεν επιχειρείται ανάλογα η «εσωτερική ανατίμηση» των άλλων (αύξηση μισθών κοκ.), το πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί.        

(β)  Μοντέλα της δεύτερης γενιάς: Η διαφορά τους με τα πρώτα είναι η διαπίστωση ότι, οι συναλλαγματικές κρίσεις δεν προκαλούνται υποχρεωτικά από τα αδύναμα μακροοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη μίας χώρας (πολύ ασταθής νομισματική και δημοσιονομική πολιτική) αλλά, επίσης, από τις προσμονές των επενδυτών.

Δημιουργήθηκαν από την κρίση της ΕΟΚ του 1992-93, όπου αποδείχθηκε πως η υποστήριξη ενός συναλλαγματικού στόχου, με τη βοήθεια των υψηλών επιτοκίων, είναι συχνά ασύμφορη από οικονομικής πλευράς. Για παράδειγμα, η γερμανική κεντρική τράπεζα τότε είχε αυξήσει τα βασικά της επιτόκια, για να περιορίσει τον πληθωρισμό που προκλήθηκε από την ένωση της ανατολικής με τη δυτική Γερμανία.

Επειδή όμως τα ευρωπαϊκά νομίσματα τότε ήταν συνδεδεμένα με την ευρωπαϊκή μονάδα (ecu), με ένα σύστημα περιορισμένων συναλλαγματικών διακυμάνσεων, τα υπόλοιπα κράτη ήταν υποχρεωμένα είτε να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους απέναντι στο μάρκο, είτε να αυξήσουν επίσης τα δικά τους επιτόκια, έτσι ώστε να σταθεροποιηθούν οι ισοτιμίες τους – με αποτέλεσμα όμως να μειωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης τους, καθώς επίσης να αυξηθεί η ανεργία.

Η κατάσταση αυτή, η οποία έγινε αντιληπτή από τους επενδυτές, τους δημιούργησε ανάλογες προσδοκίες – με αποτέλεσμα να αποσυρθούν μαζικά από τα νομίσματα που ήταν υποψήφια για υποτίμηση ή να κερδοσκοπήσουν πουλώντας τα ανοιχτά. Οι χώρες τώρα που επέλεξαν την αύξηση των επιτοκίων τους, ήταν υποχρεωμένες να καταπολεμήσουν τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, καθώς επίσης την αύξηση της ανεργίας, με μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική – η οποία όμως, όπως αναφέραμε στα μοντέλα της πρώτης γενιάς, αυξάνει επίσης τις πιθανότητες υποτίμησης, καθώς επίσης τα δημόσια χρέη.   

Οι επιθέσεις τώρα των κερδοσκόπων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την ευκαιρία, υποχρεώνουν τις κεντρικές τράπεζες στην αύξηση των βασικών επιτοκίων, για να μπορέσουν να αμυνθούν – με αποτέλεσμα να εντείνεται η ύφεση και η ανεργία, να χρειάζονται νέα δημοσιονομικά μέτρα, τα οποία όμως οδηγούν σε μία επόμενη υποτίμηση του νομίσματος κοκ.  

Τέτοιου είδους συναλλαγματικές κρίσεις μπορούν να προκληθούν επίσης από την αγελαία συμπεριφορά των κερδοσκόπων, οι οποίοι ακολουθούν συνήθως έναν επιτιθέμενο, όπως και από τις υποθέσεις ή προσμονές της μετάδοσης της κρίσης από μία χώρα σε κάποια άλλη, η οποία αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα, ανεξάρτητα από τα θεμελιώδη μεγέθη της.    

(γ)  Μοντέλα της τρίτης γενιάς: Προήλθαν από τις κρίσεις της δεκαετίας του 1990 (Μεξικό, Ασία, Αργεντινή), οι οποίες δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν από τα δύο προηγούμενα μοντέλα – επειδή τα θεμελιώδη μεγέθη των παραπάνω χωρών δεν ήταν αδύναμα, ενώ δεν διαπιστώθηκαν σφάλματα των πολιτικών ηγεσιών τους.

Δημιουργήθηκαν λοιπόν υποψίες, σύμφωνα με τις οποίες ακόμη και οι μη τεκμηριωμένες προσδοκίες/προβλέψεις μίας υποτίμησης ενός νομίσματος, μπορούν να προκαλέσουν δυσπιστία στους επενδυτές και μαζική φυγή κεφαλαίων.

Στην περίπτωση του Μεξικού,  τα σχετικά υψηλά εξωτερικά χρέη του θα μπορούσε να ήταν η αιτία, επειδή χρηματοδοτούταν με βραχυπρόθεσμο δανεισμό – με αποτέλεσμα, η δυσπιστία των επενδυτών απέναντι στη φερεγγυότητα του κράτους, να οδηγήσει στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του, η οποία δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στις τράπεζες, καθώς επίσης στις, σε μεγάλο βαθμό, υγιείς επιχειρήσεις της χώρας.  

Στην περίπτωση της Ασίας η βασική αιτία φαίνεται να ήταν οι υπερβολικές προσμονές ανάπτυξης των χωρών της περιοχής (Ν. Κορέα, Ινδονησία κλπ.), οπότε η ανάλογη απόδοση των επενδύσεων. Εκτός αυτού, η σύνδεση των νομισμάτων τους με το δολάριο, δημιουργούσε στους επενδυτές την ουτοπία του μικρού συναλλαγματικού ρίσκου.

Με βάση τα παραπάνω, εισέρευσαν υπερβολικά μεγάλες ποσότητες επενδυτικών κεφαλαίων στην περιοχή, με αποτέλεσμα όταν δεν εκπληρώθηκαν οι υπερβολικές προσδοκίες να προκληθεί μία μαζική, πανικοβλημένη φυγή τους – η οποία δημιούργησε τεράστια ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους. Υπήρχαν φυσικά και άλλες αιτίες, όπως η παροχή φθηνών δανείων για μη αποδοτικά εγχειρήματα, εκ μέρους των τραπεζών κοκ.  

Στα πλαίσια αυτά, μία τραπεζική κρίση μπορεί να είναι ο προάγγελος μίας συναλλαγματικής κρίσης και το αντίθετο – όπου διαπιστώνονται πολλές διαφορετικές εναλλακτικές πιθανότητες, όπως οι τραπεζικές  επιθέσεις (Bank run), το ετεροβαρές ρίσκο (ηθικός κίνδυνος, moral hazard), και τα προβλήματα ισολογισμού.

Τα μοντέλα της τρίτης γενιάς αναφέρονται επίσης στις δίδυμες κρίσεις, οι οποίες είναι ένας συνδυασμός συναλλαγματικών και οικονομικών/χρηματοπιστωτικών κρίσεων – όπου διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, οι κρατικές εγγυήσεις για τις τράπεζες (έμμεσα ένα πρόβλημα ηθικού κινδύνου), καθώς επίσης οι αδύναμες χρηματοπιστωτικές δομές.   

Η ρωσική συναλλαγματική κρίση
Τα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας πριν από έναν χρόνο, ύψους 509 δις $, τα οποία την τοποθετούσαν στην πέμπτη θέση παγκοσμίως μετά την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία, την Ιαπωνία και την Ελβετία, σε συνδυασμό με τα υγιή θεμελιώδη οικονομικά της μεγέθη, δεν επέτρεπαν προβλέψεις, σχετικά με τον κίνδυνο να βυθιστεί στη συναλλαγματική κρίση που βιώνει σήμερα.

Προφανώς δε κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί πως το ρούβλι θα υποτιμούταν κατά 50% (γράφημα), σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα – προκαλώντας έναν άνευ προηγουμένου πανικό στους κατοίκους της χώρας, στους οποίους επανέφερε τις εικόνες χρεοκοπίας του 1998.  

Περαιτέρω, λόγω των υγιών οικονομικών δεικτών της χώρας, αποκλείονταν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στο νόμισμα της – αν και το εξωτερικό χρέος της ήταν σχετικά μεγάλο (729 δις $ ή πάνω από το 30% του ΑΕΠ της, εκ των οποίων τα 353 δις $ αφορούν τον ιδιωτικό της τομέα), αποτελώντας τη δεύτερη Αχίλλειο πτέρνα της μαζί με το πετρέλαιο.

Με δεδομένο δε το ότι, το ρούβλι είναι ουσιαστικά ένα εγχώριο νόμισμα, χωρίς διεθνή παρουσία, ενώ το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας είναι κυρίως σε δολάρια ή σε ευρώ, τα οποία δεν αγοράζονται τόσο εύκολα με ρούβλια, το πρόβλημα δεν ήταν τόσο μικρό, όσο φαινόταν.

Συνεχίζοντας, σύμφωνα με τη WSJ, η Ρωσία χρειάσθηκε 9,3 δις $ τον Οκτώβρη για την πληρωμή των εξωτερικών υποχρεώσεων της, 10 δις $ το Νοέμβρη και 34,2 δις $ το Δεκέμβρη – ποσά που ουσιαστικά δεν είναι υψηλά, υπό φυσιολογικές προϋποθέσεις. Σε μία εποχή όμως όπως η σημερινή, όπου κανένας δεν εμπιστεύεται κανέναν, καθώς επίσης σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να απομονωθεί από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα πράγματα αλλάζουν.

Ειδικότερα, η Ρωσία έχει στη διάθεση της αρκετά χρήματα, χωρίς όμως να μπορεί εύκολα να αγοράσει ευρώ ή δολάρια, για να καλύψει τις υποχρεώσεις της – οπότε υποχρεώνεται να διαθέσει πολύ περισσότερα ρούβλια για να αγοράσει ξένο συνάλλαγμα, αυξάνοντας την προσφορά εις βάρος της ισοτιμίας του νομίσματος της. Η κεντρική της τράπεζα βέβαια προσπάθησε να διατηρήσει σταθερό το ρούβλι, επεμβαίνοντας στις αγορές συναλλάγματος – γεγονός που της κόστιζε 350 εκ. $ ημερησίως, χωρίς όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα. 

Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, παρά το ότι η ισοτιμία του ρουβλίου μειωνόταν συνεχώς, δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί το κραχ της περασμένης Τρίτης – το οποίο ακολούθησε τη ραγδαία υποτίμηση της Δευτέρας κατά -14%, την αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 6,5% στο 17%, καθώς επίσης το βύθισμα έως και -24% της Τρίτης.

Εν τούτοις, οι φήμες που διαδίδονται στις χρηματαγορές της Ρωσίας, σύμφωνα με της οποίες η κρατική επιχείρηση πετρελαίου της χώρας, η Rosneft, η οποία υφίσταται τις δυτικές κυρώσεις, πρέπει να πληρώσει στο τέλος του έτους 13 δις $ σε συνάλλαγμα, τα οποία όμως δεν διαθέτει, είναι ίσως μία λογική εξήγηση.

Ειδικότερα, επειδή η επιχείρηση δεν μπορούσε να βρει το παραπάνω ποσόν από τις διεθνείς τράπεζες, αφού βρίσκεται στη μαύρη λίστα, αναγκάσθηκε να το ζητήσει από την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας – από την οποία έλαβε τελικά δάνειο ύψους 625 δις ρούβλια, τα οποία τότε αντιστοιχούσαν σε 10,8 δισ. $.

Εάν λοιπόν η Rosneft προσπάθησε πράγματι να αγοράσει με το ποσόν αυτό συνάλλαγμα, θα μπορούσε ίσως να προκληθεί το κραχ – επειδή καμία χώρα δεν ανταλλάσσει πλέον ρούβλια με δολάρια, οπότε η μεγάλη προσφορά προκάλεσε την πρώτη  μεγάλη πτώση της ισοτιμίας, δίνοντας στους κερδοσκόπους την ευκαιρία να επιτεθούν.

www.analyst.gr – Βασίλης Βιλιάρδος