της Μαίρης Λαμπαδίτη

Ανησυχία για εκτόξευση της μερικής απασχόλησης εκφράζουν παράγοντες της αγοράς εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ.

Η μετατροπή της θέσης πλήρους απασχόλησης σε μερικής στα χαρτιά είναι το κλασικό τέχνασμα που ετοιμάζονται να χρησιμοποιήσουν οι μικρομεσαίοι εργοδότες οι οποίοι θέλουν να αποφύγουν το επιπλέον κόστος. Στην πραγματικότητα, ο εργαζόμενος θα συνεχίσει να απασχολείται οκτώ ώρες, αλλά θα αναγκαστεί να αποδεχτεί τη σύμβαση ελαστικής εργασίας για να μην απολυθεί. Ετσι, μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού, ο εργαζόμενος για τρεις ώρες απασχόλησης την ημέρα θα αμείβεται με 243,75 από 219,78 ευρώ, για τέσσερις ώρες, που είναι και το συνηθέστερο (π.χ. στα σούπερ μάρκετ), θα παίρνει 325 από 293, για πέντε ώρες 406,25 από 366,30 και για έξι ώρες 487,50 από 439,56 ευρώ. Μερίδα μικρομεσαίων εργοδοτών υποστηρίζει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% θα έπρεπε να γίνει σταδιακά μέχρι το 2022 ώστε να μπορεί να απορροφηθεί καλύτερα από τους εμπόρους και να μη δημιουργήσει προβλήματα ρευστότητας, ενώ δεν είναι λίγοι επιχειρηματίες-μέλη του ΣΕΒ που πιστεύουν ότι η αύξηση του κατώτατου θα εγείρει διεκδικήσεις για αυξήσεις των μέσων μισθών.

Μάλιστα, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Μαγνησίας Αριστοτέλης Μπασδάνης αποκάλυψε ότι χιλιάδες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες προχωρούν αυτές τις ημέρες σε μετατροπή των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής:

«Στη Μαγνησία το 90% των 15.500 επιχειρήσεων του Επιμελητηρίου είναι ατομικές μικρομεσαίες με εργαζομένους από ένα έως πέντε άτομα. Τουλάχιστον τρεις στις δέκα επιχειρήσεις κάνουν μετατροπές των συμβάσεων και αυτό αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα. Η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν ένα θετικό μέτρο, αλλά θα έπρεπε να συνοδευτεί και από κάποια μέτρα ελάφρυνσης των επιχειρήσεων. Αυτό δεν συμβαίνει. Επίσης, θα έπρεπε να υπάρξει σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, ώστε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να μην υποστούν σοκ. Λόγω του προβλήματος ρευστότητας, η αύξηση του κατώτατου μισθού, που μετακυλίεται και σε άλλους μισθούς, σε τριετίες και επιδόματα, θα επιφέρει έκτακτες καταστάσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, να δούμε αύξηση της αδήλωτης εργασίας και απολύσεις γι’ αυτό τον λόγο».

Στο μικροσκόπιο οι ύποπτες αλλαγές

«Eχουμε τα εργαλεία risk analysis μέσω του συστήματος ”Εργάνη”», εξηγεί ο ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) Παναγιώτης Κορφιάτης, «να κάνουμε focus σε ύποπτες αλλαγές. Αν δούμε ότι μια επιχείρηση που απασχολεί τέσσερις εργαζόμενους μετατρέψει τη σύμβαση των δύο σε τετράωρη απασχόληση, θα πάμε για έλεγχο κατά προτεραιότητα. Οι εργοδότες έχουν χρονικό περιθώριο έως τις 28 Φεβρουαρίου να δηλώσουν στο πληροφοριακό σύστημα ”Εργάνη” τον νέο κατώτατο μισθό. Οσοι δεν προσαρμοστούν, θα έχουν κυρώσεις».

Το πρόστιμο μπορεί να ξεκινήσει από 6.000 ευρώ και να κλιμακωθεί ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης.

«Θεωρητικά πρέπει να συναινέσει και ο εργαζόμενος για τη μετατροπή της σύμβασης σε μερικής απασχόλησης. Ωστόσο στην πράξη ο εργαζόμενος εξαναγκάζεται να δεχτεί τη μονομερή βλαπτική μεταβολή για να μην απολυθεί. Η εμπειρία δείχνει ότι κανένας εργαζόμενος δεν προχωράει σε καταγγελία για να μη στοχοποιηθεί. Αν απολυθεί, τότε συνήθως διεκδικεί τις υπερωρίες και τα δεδουλευμένα του», επισημαίνει ο εργατολόγος Δημήτρης Περπατάρης.

«Φτωχός εργαζόμενος σημαίνει φτωχή αγορά», τονίζει ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) Γιώργος Καββαθάς: «Το επιπλέον κόστος θα επιστρέψει ως επιπλέον τζίρος στη μικρομεσαία επιχείρηση, φτάνει η κυβέρνηση να λάβει συνοδευτικά μέτρα για να ελαφρύνει τις επιχειρήσεις από τη φορολογία και τις εισφορές αλλά και να αποκρούσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Αλλιώς η όποια αύξηση θα εκμηδενιστεί».

Σήμερα, σύμφωνα με το σύστημα «Εργάνη», στο σύνολο των εργαζομένων οι 422.150 απασχολούνται με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση. Σε αυτούς προστίθενται 216.150 εργαζόμενοι, οι οποίοι απασχολούνται μεν με πλήρη απασχόληση αλλά οι αμοιβές τους περιορίζονται στη ζώνη των 501-600 ευρώ. Ετσι, συνολικά 638.300 εργαζόμενοι σε σύνολο 1,9 εκατομμύριο έχουν απολαβές κοντά στο όριο της φτώχειας.