του Μάριου Ροζάκου

Η μείωση των φορολογικών συντελεστών, η τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα έναντι των Ευρωπαίων πιστωτών της, η σημαντική τόνωση της ανάπτυξης μέσω της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και της δημιουργίας φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων είναι τα τέσσερα μεγάλα στοιχήματα τα οποία καλείται να κερδίσει η επόμενη ελληνική κυβέρνηση και θα μπουν στο μικροσκόπιο των οίκων αξιολόγησης, όπως προκύπτει από την αποκλειστική συνέντευξη της Κατρίν Μιλμπρόνερ, αντιπροέδρου της Moody’s Investors Service, στο «business stories».

Η κυρία Μιλμπρόνερ επισημαίνει ότι η Ελλάδα κινδύνευε με υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησής της αν δεν μεσολαβούσαν οι πρόωρες εθνικές εκλογές και η απερχόμενη κυβέρνηση επέμενε στον δρόμο των παροχών, αποδυναμώνοντας σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση. «Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση πριν από λίγες εβδομάδες αναμφίβολα δεν βοηθούν», αναφέρει χαρακτηριστικά. Παραδέχεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλή πιστοληπτική βαθμίδα σήμερα (Β1, τέσσερα σκαλοπάτια μακριά από την επενδυτική βαθμίδα), αλλά σημειώνει ότι θα μπορέσει να αναβαθμιστεί αν η επόμενη κυβέρνηση εφαρμόσει τις κατάλληλες οικονομικές πολιτικές και βελτιώσει τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές.

Οσον αφορά τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, η αντιπρόεδρος του οίκου αξιολόγησης θεωρεί εφικτή τη μείωσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα προηγηθεί διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους και ότι τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν θα διατεθούν για δημόσιες επενδύσεις.

Η Moody’s αναμένεται να αποτιμήσει τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών με σύντομο σημείωμα προς τους επενδυτές, ενώ η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγησή της για την Ελλάδα είναι στις 23 Αυγούστου.

-Πώς σχολιάζετε την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών στην Ελλάδα;
Η σύντομη απάντηση είναι ότι οι πρόωρες εκλογές δεν αλλάζουν πολλά πράγματα από τη δική μας σκοπιά. Ούτως ή άλλως, θα διεξάγονταν εκλογές το αργότερο τον Οκτώβριο, επομένως η επίσπευσή τους κατά τρεις μήνες δεν αλλάζει τη θεμελιώδη άποψή μας για την Ελλάδα. Οι εκλογές και η πιθανή αλλαγή κυβέρνησης από μόνα τους δεν αποτελούν κινητήριες δυνάμεις για την πιστοληπτική αξιολόγηση. Φυσικά, θα εξετάσουμε πολύ προσεκτικά τις οικονομικές πολιτικές της επόμενης κυβέρνησης, όποια κι αν είναι αυτή.

-Τι περιμένετε από την επόμενη κυβέρνηση;
Για μας το σημαντικό είναι το σχέδιο οικονομικής πολιτικής της επόμενης κυβέρνησης. Θα δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις προτάσεις της για τη δημοσιονομική πολιτική και το αν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις προς τους πιστωτές. Επιπροσθέτως, θα εξετάσουμε το φορολογικό σύστημα. Είναι κοινή παραδοχή ότι οι φορολογικοί συντελεστές είναι πολύ υψηλοί, ότι επιβάλλονται σε πολύ περιορισμένη φορολογική βάση και ότι χρειάζεται να μειωθούν. Παράλληλα, θα συνεχίσουμε να εστιάζουμε την προσοχή μας στην ανάπτυξη. Η οικονομία έχει ανακάμψει και οι ρυθμοί ανάπτυξης κινούνται κοντά στο 2%, ενδεχομένως και στο 2,5% ή 3%, αν είναι κανείς αισιόδοξος.

Η ισχυρή ανάκαμψη στην Ελλάδα θα επιτευχθεί με επενδύσεις, και ιδίως με ξένες επενδύσεις. Θα θεωρούσαμε την εισροή περισσότερων ξένων κεφαλαίων στη χώρα πολύ θετικό σημάδι, γιατί μόνο έτσι θα υπάρξει πολύ ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων, δεδομένου ότι οι εγχώριες τράπεζες δεν είναι σε θέση να προσφέρουν όλη την αναγκαία χρηματοδότηση. Σημαντικό είναι ακόμη να διαμορφωθεί ένα φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα. Επίσης, θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε στενά τις προτάσεις για την ταχύτερη εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες. Υπάρχουν προτάσεις που έχουν προωθηθεί για το θέμα αυτό, αλλά τίποτα δεν είναι αρκετά σαφές.

-Αναφερθήκατε στην ανάγκη μείωσης των φόρων, αλλά και διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ταχθεί κατά της μείωσης του αφορολόγητου ορίου. Σας προβληματίζει αυτό;
Σε τελική ανάλυση, δεν είναι δικό μας θέμα να πούμε «έτσι πρέπει να πετύχει η κυβέρνηση τους δημοσιονομικούς στόχους». Εμείς επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο αν θα επιτευχθούν οι στόχοι. Το πώς θα τα καταφέρει η κυβέρνηση είναι πολιτική απόφαση.

-Επενδυτικές τράπεζες και ξένοι αναλυτές έκαναν τις τελευταίες ημέρες θετικά σχόλια για την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τη Ν.Δ., ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων μειώθηκαν και το Χρηματιστήριο ανέβηκε. Είναι σωστή ερμηνεία ότι οι αγορές στέλνουν θετικό μήνυμα για τις πρόωρες εκλογές και τη διαφαινόμενη άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία;
Οι επενδυτές στα ομόλογα και το Χρηματιστήριο παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις. Το σημαντικό για μας είναι να δούμε ποιες οικονομικές πολιτικές θα προτείνει η κυβέρνηση στους τομείς που προανέφερα και φυσικά να δούμε την εφαρμογή τους, είτε προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε κυβερνητικός συνασπισμός – αλλά σταθερός συνασπισμός.

-Το οικονομικό πρόγραμμα και των δύο μεγάλων κομμάτων περιλαμβάνει την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Μπορούν να μειωθούν οι στόχοι;
Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το διαπραγματευτεί η επόμενη κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους πιστωτές, διότι γι’ αυτούς είναι κομβική δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης. Για μας είναι πολύ θετικό ότι υπάρχουν αυτές οι δεσμεύσεις και ότι μέχρι τώρα λίγο – πολύ τηρήθηκαν από την κυβέρνηση. Πάντα υπήρχαν μπρος-πίσω στις διαπραγματεύσεις, αλλά υπήρξε αρκετά εποικοδομητική συνεργασία με την Ευρωζώνη. Εάν οι Ευρωπαίοι πιστωτές συμφωνήσουν να μειωθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα επειδή θα πειστούν ότι αυτό θα βοηθήσει να τονωθεί η ανάπτυξη και τα επιπλέον χρήματα θα διατεθούν για δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες έχουν υψηλότερους πολλαπλασιαστές, τότε εμείς δεν θα λέγαμε ότι αυτό δεν είναι καλή ιδέα. Για το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας σημασία έχει να συνεχιστεί η εποικοδομητική συνεργασία με τους πιστωτές.

-Η συνεργασία αυτή φάνηκε να τίθεται σε κίνδυνο μετά τις πρόσφατες ανακοινώσεις της απερχόμενης κυβέρνησης για παροχές. Πώς τις σχολιάζετε;
Στο βασικό μας σενάριο έχουμε υπολογίσει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 3,5% του ΑΕΠ, συνεπώς αυτό περιμένουμε. Ο Προϋπολογισμός του 2019 υποθέτει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι σημαντικά υψηλότερο από το 3,5%, άρα η κυβέρνηση έχει κάποια ευελιξία. Παρ’ όλα αυτά, τα μέτρα που ανακοίνωσε πριν από λίγες εβδομάδες αναμφίβολα δεν βοηθούν. Αυτό που προκαλεί ανησυχία είναι ότι η διανομή του πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου φέτος αποφασίστηκε πολύ νωρίς, ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς θα κλείσει η χρονιά, γεγονός που ενδεχομένως να αποτελεί πηγή ανησυχίας και για την Ευρωζώνη και για τον ESM.

-Αυτή η δημοσιονομική χαλάρωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβάθμιση της Ελλάδας αν δεν μεσολαβούσαν οι εθνικές εκλογές;
Οπως έχουμε δηλώσει εδώ και καιρό, η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδας θα μπορούσε να δεχτεί καθοδική πίεση αν διαπιστώναμε ότι χάθηκε το μεταρρυθμιστικό momentum, ότι ακυρώθηκαν προηγούμενες μεταρρυθμίσεις ή ότι λαμβάνονται μέτρα που αποδυναμώνουν σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση. Τυχόν αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής η οποία θα κατέληγε σε αισθητά πιο αδύναμα δημοσιονομικά αποτελέσματα και η ξεκάθαρη πρόθεση μιας κυβέρνησης να συνεχίσει σε αυτό τον δρόμο θα έθεταν τις ελληνικές αρχές σε αντιπαράθεση με τους πιστωτές, ενώ η Ελλάδα χρειάζεται την υποστήριξή τους. Επίσης, θα ήταν αρνητική εξέλιξη από τη σκοπιά των αγορών και σίγουρα θα το λαμβάναμε υπόψη αρνητικά. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το βασικό μας σενάριο στην παρούσα φάση.

-Τι θα επισημαίνατε σχετικά με τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία και ιδίως με τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις;
Οι δικαστικές αποφάσεις ενέχουν κυρίως βραχυπρόθεσμο κίνδυνο. Δεν είναι σαφές ποιο θα είναι το κόστος τους. Αν είναι σημαντικό, υποθέτω ότι θα επιμεριστεί σε βάθος μερικών ετών. Θεωρούμε ότι οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αντικατοπτρίζονται στην αξιολόγησή της στη βαθμίδα Β1. Είναι μια σχετικά χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση και καθρεφτίζει έναν βαθμό πολιτικής αβεβαιότητας και ασαφών μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης.

-Ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι ένας από τους βασικούς στόχους του όταν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας θα είναι να επαναφέρει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα σε 18 μήνες. Είναι εφικτό και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα, και από τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

-Υπογραμμίσατε τη σημασία της μείωσης των κόκκινων δανείων. Ανησυχείτε που η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp) δεν έχει εγκρίνει ακόμα το σχέδιο τιτλοποίησης κόκκινων δανείων μέσω εταιρειών ειδικού σκοπού (APS);
Νομίζω ότι αυτά τα πράγματα είναι σχετικά περίπλοκα. Υπό αυτή την έννοια, δεν μας εκπλήσσει που χρειάζεται χρόνος, αλλά απαιτείται μεγαλύτερη πρόοδος. Από τη δική μας σκοπιά, θα είναι θετικό να δούμε ένα σχέδιο που θα επιταχύνει την εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

-Είστε ικανοποιημένη με τις εκδόσεις ομολόγων που έγιναν από τις αρχές τους έτους;
Ηταν σημαντικό να φανεί ότι μπορείτε να βγείτε στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος και νομίζω ότι η κυβέρνηση το κατάφερε αυτό. Χρειαζόταν ένα ξεκάθαρο σήμα ότι οι επενδυτές είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν ξανά το κράτος. Δεν υπάρχει ανάγκη μεγάλου δανεισμού από τις αγορές γιατί υπάρχουν σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα.

-Τελικά η Ελλάδα υπεραπέδωσε τα τελευταία χρόνια ή το αποτέλεσμα προήλθε από την υποεκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων;
Δεν δίνουμε τόση βαρύτητα στο πώς φτάνεις στο σημείο αυτό. Εχουν γίνει συζητήσεις για την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις δεν είναι κάτι που το αποφασίζεις τη Δευτέρα και την Τρίτη αρχίζεις να σκάβεις. Υπάρχουν καθυστερήσεις, πολλές επενδύσεις γίνονται σε τοπικό επίπεδο. Επίσης, δεν είμαι βέβαιη ότι ξοδεύονταν πάντοτε σωστά τα χρήματα για δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα. Αυτό που περιμένουμε εμείς -και θα είναι ένα πολύ θετικό σημάδι- είναι αν θα υπάρξουν περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες θα μπορέσουν να κάνουν τη διαφορά στο πεδίο της ανάπτυξης.