Μάριος Ροζάκος

Εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που φέτος δεν θα ξεπεράσουν το 1,9% και την επόμενη τετραετία θα κινηθούν στα ίδια επίπεδα, ή στην καλύτερη περίπτωση θα φτάσουν έως το 2,5%, θα παραμείνει η ελληνική οικονομία, εάν δεν υπάρξουν δραστικές παρεμβάσεις βελτίωσης του επενδυτικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία παρουσιάζει σήμερα το «business stories».

Η ανάλυση δείχνει επίσης ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών θα εξακολουθήσει να είναι αρνητική έως το 2023 και ότι το εφιαλτικά υψηλό δημόσιο χρέος δεν πρόκειται να μειωθεί σε απόλυτους αριθμούς.

Η πιο πρόσφατη εκτίμηση του Τμήματος με θέμα τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ημέρες από τον καθηγητή Παναγιώτη Ε. Πετράκη και τον ακαδημαϊκό υπότροφο Παντελή Χ. Κωστή. Βασίζεται στα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (Μαρτίου 2019) και εντάσσεται σε σειρά μηνιαίων αναρτήσεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες έχουν επανειλημμένα κάνει επιτυχείς προβλέψεις και προκύπτουν από τη συνεργασία του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών με την Oxford Economics. Χρησιμοποιούνται το μοντέλο Global Economic Model (GEM) της Oxford Economics και οι εκτιμήσεις της Consensus Economics.

«Για το 2019 θα πρέπει να αναμένουμε, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ο οποίος θα κυμαίνεται μεταξύ του 1,85% (Oxford Εconomics) και του 1,9% (Consensus Economics). Σε επίπεδο τριμήνων, το 1ο τρίμηνο του έτους θα πρέπει να αναμένουμε ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 1,61% το 2ο τρίμηνο 1,91%, το 3ο τρίμηνο 1,55% και το 4ο τρίμηνο 2,34%», επισημαίνει ο κ. Πετράκης.

Οπως εξηγεί, «σε τριμηνιαία βάση η εικόνα της φετινής χρονιάς αναμένεται να είναι ελαφρώς καλύτερη από αυτή του προηγούμενου έτους, με εξαίρεση το 1ο τρίμηνο του 2019, που εκτιμάται ότι έκλεισε με ανάπτυξη 1,61%, έναντι 2,53% το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στον ρόλο των εισαγωγών (αυξήθηκαν κατά 8% το 1ο τρίμηνο του 2019, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ενώ κατά το 1ο τρίμηνο του 2018 είχαν μειωθεί κατά 7,5%) και έχει ως τελικό αποτέλεσμα να συγκρατηθεί η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στα περυσινά επίπεδα, μολονότι στην κατανάλωση, στις επενδύσεις και τις εξαγωγές παρατηρείται σχετική βελτίωση».

Η ερευνητική ομάδα εκτιμούσε ήδη από τον Ιανουάριο του 2018 ότι τη φετινή χρονιά θα πρέπει να περιμένουμε ανάπτυξη κοντά στο 1,88%. Η Τράπεζα της Ελλάδος μόλις την περασμένη εβδομάδα προσγείωσε την εκτίμησή της για το 2019 στο 1,9% (από 2,3% που προέβλεπε τον περασμένο Δεκέμβριο), ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός βασίζεται στην πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,5%.

THEA_1404_039_cmyk.jpg

Οι χαμηλές αναπτυξιακές πτήσεις προβλέπεται να συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την ανάλυση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ μετά το 2019 αναμένεται να αυξηθεί, με βάση το μοντέλο της Oxford Economics, στο 2,35% το 2020, στο 2,29% το 2021, στο 2,48% το 2022 και στο 2,39% το 2023. Ετσι, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει από τα 194 δισ. ευρώ φέτος στα 213 δισ. ευρώ το 2023, παραμένοντας 27 δισ. ευρώ χαμηλότερα από τα προ μνημονίων επίπεδα (240 δισ. ευρώ το 2009). Ακόμα πιο απαισιόδοξη είναι η πρόβλεψη με τη μεθοδολογία της Consensus Economics, που ρίχνει τον πήχη για την ανάπτυξη στο 1,9% το 2020, στο 2% το 2021, στο 1,9% το 2022 και στο 1,8% το 2023.

Η ανάλυση αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη αδυναμία επίτευξης ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης, οι οποίοι θα επέτρεπαν να επιστρέψει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών στα προ κρίσης επίπεδα, να μειωθούν οι φόροι και να επιτευχθούν ευκολότερα οι δημοσιονομικοί στόχοι. «Προκειμένου να υπάρξουν φοροελαφρύνσεις και να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα χωρίς να κινδυνεύσουν η βιωσιμότητα του χρέους και οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα πρέπει να επιτευχθεί ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ που να οδηγεί σε πρωτογενή πλεονάσματα αρκετά πάνω από τον στόχο που έχει τεθεί. Θα πρέπει να μιλάμε για πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 4% του ΑΕΠ, που θα έδιναν ένα περιθώριο περίπου 1 δισ. για φοροελαφρύνσεις. Η επίτευξη των πρωτογενών αυτών πλεονασμάτων θα απαιτούσε ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ κοντά στο 2,5% το 2019 και στο 3% το 2020. Με τα σημερινά ασφυκτικά δεδομένα αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς ότι το επίπεδο του δημόσιου χρέους δεν προβλέπεται να μειωθεί άμεσα», τονίζει ο κ. Πετράκης.

Από τις αναλυτικότερες εκτιμήσεις της Oxford Economics προκύπτει επίσης ότι:

  • Το δημόσιο χρέος (κατά Μάαστριχτ) θα παραμείνει κολλημένο στα 334 δισ. ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια της 5ετίας 2019-2023, μολονότι η ασθμαίνουσα ανάπτυξη θα επιτρέψει τη μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 177% φέτος στο 148,5% το 2023.
  • Παρότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα ενισχυθεί από τα 126,85 δισ. ευρώ το 2019 στα 140,62 δισ. ευρώ το 2023, η αποταμίευση των νοικοκυριών θα παραμείνει αρνητική: -4,63 δισ. ευρώ φέτος και -1,51 δισ. ευρώ το 2023.
  • Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί από τα 128,13 δισ. ευρώ φέτος στα 147,65 δισ. ευρώ το 2023.
  • Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα συνεχίσει να εμφανίζει έλλειμμα, που θα ανέλθει στα 3,83 δισ. ευρώ φέτος και σταδιακά θα μειωθεί στα 2,54 δισ. ευρώ το 2023.
  • Η ανεργία θα περιοριστεί από το 17,43% φέτος στο 11,91% το 2023.