Η Lyon Confluence είναι μία από τις πιο όμορφες και ακριβές συνοικίες της Γαλλίας. Στο νότιο τμήμα της Λυών, περιλαμβάνει εμβληματικά κτίρια, μοντέρνες κατασκευές, έξοχα διατηρημένα ιστορικά τοπόσημα, εμπορικά κέντρα και δεκάδες καταστήματα, ελεύθερους χώρους και χώρους άθλησης, όλα με φόντο το μαγευτικό τοπίο που δημιουργεί η ένωση των ποταμών Σον και Ροδανού.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Για δεκαετίες η περιοχή Confluence ήταν από τις πιο βρώμικες και κακόφημες της Λυών. Εκεί είχε αναπτυχθεί, από τα τέλη του 18ου αιώνα, ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, με εργοστάσια χημικών και αερίου, μεταλλουργικά εργαστήρια, σφαγεία, το σιδηροδρομικό σταθμό, ακόμα και φυλακές.

Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, καθώς η πόλη μεγάλωνε και κάποιες από τις παλιές βιομηχανίες είχαν απομακρυνθεί, ο δήμος αποφάσισε να αξιοποιήσει αυτή την έκταση για την ανάπτυξη μίας σύγχρονης και οικολογικής συνοικίας, με ισορροπία οικιστικών και εμπορικών χρήσεων και κυρίως με χώρους προσβάσιμους σε όλους τους πολίτες.

Το έργο μπήκε στην κατηγορία ZAC (Zone d’ aménagement concerté), ένα τύπο οργανωμένης πολεοδόμησης που έχει θεσμοθετήσει το γαλλικό κράτος, με την οποία ο δήμος ή το δημόσιο αξιοποιούν τις δημόσιες και ιδιωτικές εκτάσεις μίας περιοχής, και στη συνέχεια τις διαθέτουν προς εκμετάλλευση σε ιδιωτικούς, δημοσίους ή μικτούς φορείς. Τα έργα ZAC διαχειρίζεται ένας δημόσιος αναπτυξιακός οργανισμός με διάλογο με την τοπική κοινότητα.

Τα επιτυχημένα παραδείγματα των γαλλικών ZAC θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπο για την αξιοποίηση και της ελληνικής δημόσιας περιουσίας, ιδιαίτερα τώρα που το οικονομικό επιτελείο δηλώνει ότι θα αναζητήσει «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές» για την πιο αποδοτική αξιοποίηση των δημόσιων ακινήτων.

Ο μεγαλύτερος μεσίτης στην Ολλανδία

Άλλα χρήσιμα πρότυπα μπορούν να αναζητηθούν στην Ολλανδία.

Εκεί ο μεγαλύτερος κτηματομεσιτικός οργανισμός της χώρας Rijksvastgoedbedrijf ανήκει στο υπουργείο Εσωτερικών και διαχειρίζεται 900 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης και κτίρια συνολικου εμβαδού 12 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων.

Στην Ολλανδία η τοπική αυτοδιοίκηση ελέγχει τις μεγάλες υπό πολεοδόμηση εκτάσεις για να μπορεί να εφαρμόσει πολεοδομική πολιτική με τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία, αλλά και να εισπράξει την υπεραξία που προκύπτει.

Με τον τρόπο αυτό οι ολλανδικές αρχές αποσβένουν το κόστος ανάπτυξης των πολεοδομικών σχεδίων και της κατασκευής υποδομών, ενώ, παράλληλα, αντλούν έσοδα από την υπεραξία για τη χρηματοδότηση έργων και για την ανάπτυξη περιοχών με ελάχιστο επενδυτικό ενδιαφέρον.

«Αντίστοιχα μπορεί να πράξει και το ελληνικό δημόσιο για τα ακίνητα κυριότητάς του» σημειώνει στο newmoney η Ιωάννα Αλεξανδροπούλου, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και νομική σύμβουλος εταιρειών που ασχολούνται με την ανάπτυξη ακινήτων. «Μπορεί δηλαδή σε πρώιμο στάδιο να προετοιμάσει την ακίνητη περιουσία του για να δομηθεί σε μία περιοχή και στη συνέχεια να πωλήσει οικοδομήσιμες εκτάσεις στους επαγγελματίες ανάπτυξης ακινήτων και σε δυνητικούς ιδιοκτήτες.»

Η «Βαβέλ» των δημόσιων φορέων και τα απαραίτητα μέτρα

Η τελευταία προσπάθεια για την αξιοποίηση της ελληνικής δημόσιας περιουσίας «γέννησε» την ΕΕΣΥΠ (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας), το γνωστό ως «Υπερταμείο» και τις θυγατρικές του. Ωστόσο, όπως έχει παραδεχθεί στο newmoney ο διευθύνων σύμβουλος Γρηγόρης Δημητριάδης, το χαρτοφυλάκιο του Υπερταμείου είναι χαοτικό, με χιλιάδες ακίνητα που δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν και/ ή να αξιοποιηθούν. Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη μία διαδικασία ανάπτυξης ειδικού μητρώου με στόχο να υπάρξει πλήρης καταγραφή και απεικόνιση των ακινήτων που ανήκουν στο δημόσιο. Επίσης, έχει ψηφιστεί νόμος που προβλέπει ότι σε όσα δημόσια ακίνητα έχουν παγιωθεί δικαιώματα ιδιωτών, θα μπορούν να εξαγορασθούν από τους ιδιώτες.

«Το πρώτο βήμα για την αποδοτικότερη αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι να τεθεί σαφές νομοθετικό πλαίσιο για τις αρμοδιότητες κάθε εμπλεκόμενου φορέα, είτε ανήκει στο στενό δημόσιο τομέα, είτε στον ευρύτερο και λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας» εξηγεί η Ι. Αλεξανδροπούλου. «Όσο και εάν αυτό ακούγεται παράδοξο, ακόμη και σήμερα υπάρχουν δημόσια ακίνητα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα περισσότερων φορέων ή δεν είναι σαφές ποιος τα διαχειρίζεται. Αναφέρομαι όχι μόνο στα δασικά ή χορτολιβαδικά ακίνητα ή ακίνητα με αρχαιολογικούς περιορισμούς, αλλά και σε δημόσια ακίνητα χωρίς τα ειδικά αυτά χαρακτηριστικά. Για την αρμοδιότητα επί των ακινήτων αυτών συχνά ερίζουν οι υπηρεσίες του Δημοσίου με τις ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης δημόσιων ακινήτων. Δυστυχώς σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στη διελκυστίνδα μεταξύ των διαφόρων συναρμόδιων φορέων, με αποτέλεσμα να χάνει έσοδα το Ελληνικό Δημόσιο.»

Όπως τονίζει η Ι. Αλεξανδροπούλου, στόχος της πολιτείας πρέπει να είναι η βέλτιστη αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας όχι μόνο με όρους οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς.

«Προσωπικά θα πρότεινα να προστεθούν κριτήρια στην επιλογή της μεθόδου και του σκοπού της αξιοποίησης των δημοσίων ακινήτων» μας είπε. «Σήμερα, η νομοθεσία επιβάλει να επιδιώκεται η “βέλτιστη αξιοποίηση”. Ο όρος είναι πολύ γενικός και επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Θα πρότεινα να εξειδικευθεί και να συνδεθεί με τους αναπτυξιακούς στόχους της εθνικής οικονομίας. Επιπλέον, τα κριτήρια αυτά, όταν τεθούν, δεν θα πρέπει να μείνουν «κενό» γράμμα. Για να λαμβάνονται υπόψη ουσιαστικά, θα πρέπει να θεσμοθετηθεί έλεγχος σε όσους επιλέγουν τη μέθοδο και τον σκοπό της αξιοποίησης των δημοσίων ακινήτων και συγκεκριμένα, αν για την επιλογή τους εφάρμοσαν τα κριτήρια αυτά.»

Διαβάστε ακόμη:

Η ακρίβεια οδηγεί τους Έλληνες σε οδικούς προορισμούς και εναλλακτικά νησιά (πίνακες)

Η φιλοσοφία και τα έργα ενός μεγάλου Ελληνα αρχιτέκτονα

Γιατί το μενού του Scorpios στη Μύκονο μένει στη μνήμη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ