Ο οίκος αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα BB (high) μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, με σταθερές προοπτικές.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύτηκε το βράδυ της Παρασκευής 10/3, το σταθερό trend αντανακλά την άποψη της DBRS Morningstar ότι η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στο να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών και του χρέους, παρά το πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της τουριστικής δραστηριότητας, των βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και τα μέτρα στήριξης, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθε κοντά στο 6% το 2022.

Μάλιστα τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης θα συνεχίσουν να παρέχουν στήριξη στην οικονομία φέτος, ωστόσο, οι προοπτικές ανάπτυξης υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και σε ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση.

Τα μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους είχαν ως αποτέλεσμα πρωτογενές έλλειμμα στο 1,6% του ΑΕΠ το 2022 από 5% το 2021.

Η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη και από την εφαρμογή στο παρελθόν οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που εάν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ.

Η DBRS σημειώνει ότι τα κονδύλια θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, υποστηρίζοντας παράλληλα την ανάπτυξη των επενδύσεων.

Αντίθετα, η αξιολόγηση της χώρας περιορίζεται από την κληρονομιά που άφησε η παρατεταμένη κρίση της χώρας, δηλαδή από τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους και τα ακόμη υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα.

Επιπλέον, οι χαμηλές επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας, με το επενδυτικό κενό προς το παρόν να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν τα χρόνια της κρίσης από 21% του ΑΕΠ το 2009 σε 13,3% το 2021, το χαμηλότερο στη ζώνη του ευρώ και πολύ μακριά από το μέσο όρο του 22,2%.

Η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί το 2023 – Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,2% φέτος και 2,4% το 2024

Η ελληνική οικονομία γνώρισε συρρίκνωση το 2020 με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 9%, καθώς η πανδημία επηρέασε σοβαρά την εξαιρετικά σημαντική τουριστική βιομηχανία. Το 2021, η οικονομία ανέκαμψε έντονα, κατά 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών.

Με την πλάτη της ισχυρής ανάκαμψης της τουριστικής δραστηριότητας, των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων κρατικής στήριξης, η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022 σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9%. Η ανάπτυξη μετριάζεται φέτος, καθώς η ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, οι υψηλότερες τιμές και τα επιτόκια επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,2% φέτος και 2,4% το 2024. Ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,3% ετησίως το 2022, κυρίως λόγω των τιμών ενέργειας, και αναμένεται να υποχωρήσει στο 4,5% το 2023 και στο 2,2% το 2023 2024. Οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές σχετίζονται με την όξυνση της σύγκρουσης στην Ουκρανία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών, ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση και υψηλό πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων παραγόντων και την τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας.

Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο με την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Μέχρι στιγμής, η Κομισιόν έχει εγκρίνει τη 2η πληρωμή για επιχορηγήσεις και δάνεια, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό των εκταμιεύσεων σε 11,1 δισ. ευρώ (5,75 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 5,35 δισ. ευρώ δάνεια). Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι τα κεφάλαια από το NextGen EU θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα μπορούσε να αυξήσει το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,1-3,3% έως το 2026. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ, εάν συνδυαστεί με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

Η δημοσιονομική θέση βελτιώθηκε το 2022

Μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, η Ελλάδα κατέγραψε υψηλά ελλείμματα το 2020 και το 2021 λόγω της βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης και των πακέτων στήριξης για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 9,9% του ΑΕΠ το 2020, το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, πριν μειωθεί στο 7,5% του ΑΕΠ το 2021. Το αποτέλεσμα του 2021 βελτιώθηκε σημαντικά από τις αρχικές εκτιμήσεις που δείχνουν υψηλό έλλειμμα 9,6% του ΑΕΠ και οφειλόταν στην ισχυρότερη από την αναμενόμενη απόδοση των εσόδων και στη χαμηλότερη κάλυψη των μέτρων που σχετίζονται με τον COVID-19. Το 2022, η κυβέρνηση εισήγαγε μέτρα στήριξης για να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος του αυξημένου ενεργειακού κόστους που ανέρχεται σε 10,6 δισεκ. ευρώ με το δημοσιονομικό κόστος να ανέρχεται σε 4,8 δισεκ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ) το 2022. Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω, με το πρωτογενές έλλειμμα να προβλέπεται να μειωθεί από 5,0% του ΑΕΠ το 2021 σε 1,6% το 2022 και να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ φέτος.

Οι κύριοι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης φέτος που μπορεί να οδηγήσει σε ασθενέστερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και την επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης. Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τη δέσμευσή της για δημοσιονομική εξυγίανση και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών μόλις αποκατασταθούν οι στόχοι.

Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, αλλά η ευνοϊκή δομή και το μειωμένο κόστος των επιτοκίων μετριάζουν τους κινδύνους

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 και μειώθηκε στο 194,5% το 2021, παραμένοντας ο υψηλότερος στην ΕΕ. Το 2022 ο δείκτης χρέους αναμένεται να ανέλθει στο 168,9% του ΑΕΠ, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση στο 159,3% το 2023. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων το 2021, έχουν αυξηθεί επί του παρόντος σε περίπου 4,4%. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς οι επίσημοι δανειστές κατέχουν περισσότερο από το 70% του δημόσιου χρέους με πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης 20 ετών στο τέλος του 2022 και με 100% του χρέους σε σταθερές τιμές. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.

Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνειά της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)

Παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να επιστρέψει σε διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και με σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος των επίσημων δανειστών θα αντικατασταθεί από χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά που θα είναι επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς.

Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα περίπου 37 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2023, συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Σύμφωνα με την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι βασικά για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

Περαιτέρω βελτίωση των NPLs, αλλά το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον αυξάνει τον κίνδυνο νέων ροών

Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των NPLs, με τον δείκτη να υποχωρεί στο 9,7% στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2022, κάτω από το 10% για πρώτη φορά από το τέταρτο τρίμηνο του 2009. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Hercules Asset Protection Scheme (HAPS), το οποίο διαχειρίζονται οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν επιτύχει πλέον τον στόχο ενός μονοψήφιου δείκτη NPLs.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων RRF από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPLs που έχει σημειωθεί, τοποθετεί τις τράπεζες καλά στην αύξηση της παροχής πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, η επίλυση του ιδιωτικού μη εξυπηρετούμενου χρέους, που μεταφέρθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον διαχειρίζονται τα funds, παραμένει βασική πρόκληση. Ταυτόχρονα, το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον και το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων, θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει σε νέα NPLs.

Ο δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 13,7% τον Ιούνιο του 2022, ελαφρώς μειωμένος από 13,6% τον Δεκέμβριο του 2021 και παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, με το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας εκκαθάρισης να έχει ολοκληρωθεί, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε καλή θέση να βελτιώσουν οργανικά την κεφαλαιακή τους θέση στο μέλλον.

Ο λογαριασμός τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2022

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020 και το 2021, φθάνοντας στο 6,6% και στο 6,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, κυρίως λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών ιδιαίτερα των υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών, η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ενέργειας σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών της ενέργειας, διεύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022.

Ο τουριστικός τομέας ανέκαμψε δυναμικά το 2022 με τις διεθνείς αφίξεις τουριστών να φτάνουν σχεδόν το 90% των επιπέδων του 2019 και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 99% των επιπέδων του 2019. Η μακροοικονομική προσαρμογή από το 2010 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του 2012 έχουν βελτιώσει την εξωτερική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται από 9,0% του ΑΕΠ το 2010 σε περίπου 27% το 2022. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν πλέον περίπου το 50% του ΑΕΠ από 22% το 2010. Ωστόσο, η αξία των εξαγωγών ελληνικών αγαθών παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τις αντίστοιχες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Οι εισροές κεφαλαίων της ΕΕ και οι αυξανόμενες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων κατέγραψαν υψηλό δύο δεκαετιών το 2021, φθάνοντας τα 6,3 δισ. ευρώ και πάνω από 7,0 δισ. ευρώ το 2022. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια καθώς οι διεθνείς αφίξεις τουριστών συνεχίζουν να ανακάμπτουν και το κόστος της ενέργειας μειώνεται. Οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές στο 148,6% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2022, αντανακλώντας κυρίως το χρέος του δημόσιου τομέα που κατέχουν οι επίσημοι δανειστές.

Υπενθυμίζεται ότι η Fitch στις 28 Ιανουαρίου είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα σε ΒΒ+ από ΒΒ φέρνοντας τη χώρα μας μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, θέτοντας παράλληλα σταθερό outlook.

Διαβάστε ακόμη

Σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη: Πώς θα αποζημιωθούν οι οικογένειες των θυμάτων

Τηλεπικοινωνίες: Ποιο 5G; Έρχεται το 6G το 2030

WSJ: Ο Έλον Μασκ χτίζει την «Tesla town» για τους εργαζόμενους στο Τέξας (tweets)