Με τη Γερμανίδα καγκελάριο να “σαρώνει” στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η  Deutsche Bank, σε έκθεσή της με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 2013, εκτιμά ότι καθοριστικός παράγοντας στην έκβαση των εκλογών του φθινοπώρου αναμένεται να αναδειχθεί η δημοτικότητα του προσώπου του κάθε υποψηφίου. Ρόλο επίσης θα παίξουν η στάση που θα τηρηθεί όσον αφορά στην ευρωπαϊκή κρίση, όπως και κάποια εσωτερικά ζητήματα (όπως το φορολογικό), ωστόσο το αντίκτυπό τους θα είναι σαφώς μικρότερο.   

Όπως, πάντως, σχολιάζει η γερμανική τράπεζα, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, μια ουσιαστική αλλαγή της γερμανικής στάσης στα ευρωπαϊκά ζητήματα μοιάζει μάλλον απίθανη.

Μέχρι στιγμής, η Angela Merkel φαίνεται να διατηρεί σταθερά υψηλά ποσοστά, κυρίως σε ό,τι αφορά τους χειρισμούς της για την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Η έκθεση σημειώνει ότι η καγκελάριος προηγείται του μεγαλύτερου αντιπάλου της, του σοσιαλιστή ηγέτη του SPD, Peer Steinbrück.

Σε ό,τι αφορά εγχώρια ζητήματα, η προσπάθεια του SPD να αναδείξει θέματα όπως η υψηλότερη φορολόγηση των πλουσίων και των επιχειρήσεων ή η καθιέρωση ενός γενικού ελάχιστου βασικού μισθού δεν φαίνεται ικανή να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς οι αλλαγές που προτείνονται είναι μικρές. Αν και ο Steinbrück διατηρεί προβάδισμα στο εκλογικό σώμα έναντι της Merkel, όταν πρόκειται για επιμέρους φορολογικά θέματα, συνολικά φαίνεται να παραμένει δεύτερος, πίσω από τη βασική του αντίπαλο.

Τα μετεκλογικά σενάρια που παρουσιάζει η DB έχουν ως εξής:

– Καμία αλλαγή και τρίτη θητεία Merkel – φιλελευθέρων

Δεν θα πρέπει να αναμένεται καμία αλλαγή δημοσιονομικής ή οικονομικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, θα επιχειρηθεί εκ νέου μια μείωση στη φορολογία εισοδήματος και σταδιακή ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών, μέσα στα στενά πλαίσια όμως ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού που έως το 2016 θα πρέπει να είναι δομικά ισοσκελισμένος.

Η Γερμανία θα συνεχίσει επίσης κατά πάσα πιθανότητα να προωθεί την με μικρά βήματα δημοσιονομική ένωση, αλλά και την οικονομική σύγκλιση μέσω διακρατικών συμφωνιών μεταξύ των χωρών που βρίσκονται σε κρίση και των ευρωπαϊκών θεσμών.

– Αλλαγή: Νίκη του Steinbrück και συμμαχία με τους Πράσινους

Στο εσωτερικό αναμένεται διατήρηση μιας γενικά ισορροπημένης πολιτικής για τον προϋπολογισμό, ενώ ως πιο πολύπλοκο ζήτημα εκτιμάται ότι θα αναδειχθεί αυτό της ενέργειας και των περιβαλλοντικών πολιτικών.

Ως προς τα ευρωπαϊκά, οι Σοσιαλδημοκράτες μάλλον θα κλίνουν περισσότερο προς πολιτικές στήριξης της ανάπτυξης, ενώ οι Πράσινοι θα προωθήσουν πιο έντονα από τους Σοσιαλδημοκράτες την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και οι δύο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν, μεταξύ τους, για την καθιέρωση ενός πιο αυστηρού πλαισίου λειτουργίας του χρηματοοικονομικού συστήματος.

– Οικο-συντηρητισμός: Συμμαχία CDU/CSU με Πράσινους

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Merkel προώθησε την έξοδο της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια, θα διευκόλυνε μια τέτοια συμμαχία. Θα διατηρούνται σε κάθε περίπτωση μεγάλες διαφορές σε κοινωνικά ζητήματα και σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, όχι όμως ανυπέρβλητες.

Σε μία τέτοια περίπτωση, ένα από τα πολύ λίγα πεδία συναίνεσης μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων θα ήταν αυτό της προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

– Επιστροφή στο 2005: Τρίτη θητεία Merkel με τους Σοσιαλδημοκράτες

Με μία τέτοια σύνθεση, η γερμανική κυβέρνηση θα είχε πλειοψηφία της τάξης του 65%-75% στο κοινοβούλιο, με πιθανότερη επικεφαλής την Angela Merkel. Πιθανότατα οι Σοσιαλδημοκράτες θα αναλάμβαναν ξανά το χαρτοφυλάκιο των οικονομικών, τα εργασιακά και την εξωτερική πολιτική.

Όμως παρά την πλειοψηφική άνεση, ουσιαστικά περιθώρια συνεννόησης μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων θα υπήρχαν μόνο στο πεδίο των ευρωπαϊκών ζητημάτων, του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και της ενίσχυσης των δαπανών για την παιδεία και την κοινωνική πολιτική.

Πολλοί παρατηρητές -ειδικά εκτός Γερμανίας- αναμένουν ότι η ευρωπαϊκή πολιτική και η μελλοντική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της πολιτικής ενοποίησης στην Ευρώπη θα αποτελέσει σημαντικό θέμα στην γερμανική προεκλογική εκστρατεία. Κάτι τέτοιο όμως, σχολιάζει η Deutsche Bank, δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ, ούτε καν στις εκλογές του 1998, με την εισαγωγή του ευρώ.