Εφικτή, αλλά υπό προϋποθέσεις, χαρακτηρίζει την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020 το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ). Παράλληλα, χαρακτηρίζει «αισιόδοξη, αλλά εντός αποδεκτών ορίων» την πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών για ανάπτυξη 2,8% την προσεχή χρονιά.

Σύμφωνα με τη Φθινοπωρινή Έκθεση του Συμβουλίου, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, φέτος θα υπάρξει ελαφρά υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ «η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2019 κατά 2%, όπως εκτιμά το υπουργείο Οικονομικών, είναι ελαφρά πιο αισιόδοξη από το κεντρικό σενάριο του ΕΔΣ (1,8%) αλλά, πάντως, εφικτή».

Το Συμβούλιο ξεχωρίζει τέσσερις βασικές προϋποθέσεις, για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020:

1. Να μην υπάρξει αρνητική απόκλιση στα αποτελέσματα των πρόσθετων παρεμβάσεων που σχεδιάζεται να εφαρμοστούν με στόχο τη βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος. «Ειδικά, τα μέτρα που αναφέρονται σε “καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μέτρα προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών”, χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και παραμένει μάλλον ασαφής ο τρόπος με τον οποίο θα διευρυνθεί η φορολογική βάση», επισημαίνεται στην έκθεση.

2. «Να υλοποιηθούν οι αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ».

3. «Να επιβεβαιωθεί η εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών ότι η περαιτέρω αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 959 εκατ. ευρώ (συνεπεία των πρόσθετων αναπτυξιακών και κοινωνικών παρεμβάσεων) θα αποδώσει πρόσθετα φορολογικά έσοδα 327 εκατ. ευρώ και πρόσθετα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές της τάξης των 137 εκατ. ευρώ».

4. «Να αποδειχθούν διαχειρίσιμες για τον προϋπολογισμό του 2020 πιθανές έκτακτες επιβαρύνσεις από δικαστικές αποφάσεις».

 

Η ανάπτυξη και οι εστίες αβεβαιότητας

Όσον αφορά στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το ΕΔΣ εκτιμά ότι μοχλός της μεγέθυνσης θα είναι η πιθανή ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των παγίων επενδύσεων, ωστόσο εντοπίζει «σημαντικές εστίες αβεβαιότητας, τόσο εγχώριες όσο και εξωτερικές», οι οποίες «εγκυμονούν κινδύνους για την υλοποίηση των αισιόδοξων μακροοικονομικών προβλέψεων». Ειδικότερα:

–          «Ενέχει υψηλή αβεβαιότητα το σενάριο της επεκτατικής επίδρασης των δημοσιονομικών παρεμβάσεων του 2020, στο βαθμό που οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις που έχουν εκτιμηθεί (μεγαλύτερες της μονάδας για τα επεκτατικά φορολογικά μέτρα) αποδειχθούν χαμηλές»

–          «Επιπλέον αβεβαιότητες υπάρχουν ως προς την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, εξαιτίας της εικαζόμενης ροπής των νοικοκυριών για “απομόχλευση”».

–          «Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος επιδείνωσης του εξωτερικού ισοζυγίου της οικονομίας, λόγω αύξησης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που ικανοποιούν καταναλωτικούς είτε παραγωγικούς σκοπούς».

–          «Στο σενάριο επιδείνωσης του εξωτερικού ισοζυγίου συγκαταλέγονται οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εγχώριες εξαγωγικές δυνάμεις, από το διεθνή ανταγωνισμό ιδιαίτερα υπό συνθήκες αργής αποκατάστασης της χρηματοδότησής τους από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα».

–          «Κίνδυνοι για την επίτευξη του αισιόδοξου μακροοικονομικού σεναρίου πηγάζουν από την πιθανή οικονομική επιβράδυνση σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, το μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών εμπορικών τραπεζών οι οποίες επιβραδύνουν την πιστωτική επέκταση, αλλά και τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις από τη διαδικασία αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση».

–          «Τέλος, το διεθνές περιβάλλον φορτίζεται από γεωπολιτικές εντάσεις και αβεβαιότητες. Αυτές αφορούν ιδιαίτερα το ζήτημα των σχέσεων Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση του προσφυγικού – μεταναστευτικού ζητήματος, καθώς και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή Κυπριακής δικαιοδοσίας».

 

Προβληματισμός για την οριακή κάμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης

Στην έκθεση τονίζεται ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά της δημόσιας κατανάλωσης στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά το 1ο εξάμηνο του 2019, ενώ καταγράφεται οριακή συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και οιονεί στασιμότητα των παγίων επενδύσεων, στοιχεία που προκαλούν προβληματισμό, όπως αναφέρεται.

Όπως σχολιάζει το Συμβούλιο, η εξέλιξη αυτή πιθανόν να συνδέεται με τα βάρη των φορολογικών, τραπεζικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που κλήθηκαν να σηκώσουν τα νοικοκυριά και την ένταξή τους στις ρυθμίσεις οφειλών σε έως 120 δόσεις: «Ειδικά για την ιδιωτική κατανάλωση, η αρνητική αυτή εξέλιξη του 1ου εξαμήνου είναι ακόμα πιο προβληματική, αν ληφθεί υπόψη ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 4,9%. Το φαινόμενο αυτό, πάντως, θα μπορούσε να ερμηνευθεί σε ένα βαθμό από την τάση των νοικοκυριών για μιας μορφής «απομόχλευση» – δηλαδή περιορισμό της κατανάλωσης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους προς τα τραπεζικά ιδρύματα, την ΑΑΔΕ και τα ασφαλιστικά ταμεία, υπό την απειλή ρευστοποίησης εμπράγματων εξασφαλίσεων κ.ά. αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, όπως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, οι πλειστηριασμοί κ.ο.κ. και, με δεδομένες τις νέες δυνατότητες ρύθμισης αυτών των οφειλών, οι οποίες θεσπίστηκαν κατά το προηγούμενο διάστημα. Τέλος, το γενικότερο κλίμα των εκλογικών διαδικασιών του Μαΐου–Ιουνίου είναι πιθανό να συνέβαλε στην αναβολή υλοποίησης καταναλωτικών δαπανών εκ μέρους των νοικοκυριών».

 

Προκλήσεις

Αναλύοντας τα δημοσιονομικά μεγέθη και την πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού στο 9μηνο του τρέχοντος έτους, το Συμβούλιο επικεντρώνει την προσοχή του στις ακόλουθες προκλήσεις:

–          Την υστέρηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Η υλοποίησή του περιοριζόταν στο 38,3% έως τα τέλη Σεπτεμβρίου και ήταν μεν συνήθης για τη χρονική αυτή περίοδο, αλλά δείχνει ότι «δεν είναι απίθανο να υπάρξει υστέρηση και στο τέλος του 2019». Η υποεκτέλεση του ΠΔΕ ενισχύει μεν βραχυπρόθεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά «από ευρύτερη οικονομική άποψη, πρόκειται για αρνητική εξέλιξη, καθώς μεσοπρόθεσμα συνεπάγεται αδυναμία μεγιστοποίησης των θετικών αναπτυξιακών επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει η πλήρης εκτέλεση του ΠΔΕ».

–          Τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες, «που διατηρούνται στα περυσινά επίπεδα, περί τα 2,5 δισ. ευρώ, λόγω μείωσης των αντίστοιχων επιβαρύνσεων των υποτομέων της Γενικής Κυβέρνησης και παράλληλης αύξησης των εκκρεμών επιστροφών φόρων. Η συρρίκνωση του αποθέματος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο, αν όχι η πρακτική τους εξάλειψη, εξακολουθεί να είναι μια ανοιχτή πρόκληση για τη δημοσιονομική διαχείριση».

–          «Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο, ωστόσο εκτιμάται ότι θα εισέλθει σε τροχιά αποκλιμάκωσης, αρχής γενομένης από το τρέχον έτος. Σε αυτήν την εξέλιξη θα συνδράμει το χαμηλό κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, η δέσμευση για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και η περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ. Παράλληλα, οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου τα επόμενα έτη φαίνεται να είναι συγκρατημένες και διαχειρίσιμες, εξαιτίας και της εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό δημόσιο χρέος».

 

Μεγάλη πρόκληση χαρακτηρίζεται επίσης «η αποτελεσματική αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των οποίων το ποσοστό “επιμένει” να βρίσκεται υψηλά, παρά το γεγονός ότι ο πιστωτικός κίνδυνος σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί και η οικονομική δραστηριότητα έχει ανακάμψει». Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το σχέδιο «Ηρακλής» για τη μείωση των κόκκινων δανείων θα μπορέσει να συμβάλει ώστε οι τράπεζες να περιορίσουν τα βάρη των ισολογισμών τους από σημαντικό μέρος μη εξυπηρετούμενων δάνειων.

 

Προλογίζοντας την έκθεση, ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΔΣ Παναγιώτης Κορλίρας σημειώνει ότι «η ελληνική οικονομία εδώ και πλέον ένα έτος έχει εξέλθει των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής με την οικονομική δραστηριότητα να έχει αποκτήσει θετική δυναμική, η οποία επιτυγχάνεται σε συνδυασμό με την άσκηση “συνετών” δημοσιονομικών πολιτικών. Η θετική αυτή δυναμική της οικονομίας, ωστόσο, θα πρέπει να ενταθεί τα επόμενα έτη».

 

Ο κ. Κορλίρας υπογραμμίζει ακόμα την ανάγκη πολιτικών που θα στοχεύσουν σε χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, όπως η βελτίωση της παραγωγικότητας, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η ισχυροποίηση των θεσμών κ.ά. «Οι πολιτικές σε συνδυασμό με την οικονομική σταθερότητα δύνανται να οδηγήσουν την οικονομία σε τροχιά στέρεης και βιώσιμης ανάπτυξης, με την προϋπόθεση πάντα της ικανότητας απορρόφησης δονήσεων από το εξωτερικό περιβάλλον», καταλήγει ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου.