Οριακή απώλεια του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ φέτος και σημαντικά χαμηλότερη επίδοση έναντι του στόχου την περίοδο 2020-2022 προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο παράρτημα της έκθεσής του για τα δημοσιονομικά μεγέθη των ανεπτυγμένων οικονομιών (Fiscal Monitor), το οποίο δημοσιοποιήθηκε σήμερα. Το Ταμείο έχει αναθεωρήσει δραστικά επί τα χείρω τις προβλέψεις του σε σύγκριση με τον περασμένο Απρίλιο, όταν παρουσίασε το προηγούμενο Fiscal Monitor, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη ότι δεν θα εφαρμοστεί η μείωση του αφορολογήτου ορίου, στην οποία στήριζε τις προηγούμενες εκτιμήσεις του.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα θα περιοριστεί στο 3,3% του ΑΕΠ φέτος (από 4,3% πέρυσι) και το 2020 δεν θα ξεπεράσει το 2,6%, δηλαδή σχεδόν 1 ποσοστιαία μονάδα κάτω από τον στόχο. Στη συνέχεια, ο διεθνής οργανισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ για το 2021 και το 2022, δηλαδή και πάλι κάτω από τον υφιστάμενο στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Για την επόμενη διετία, όταν ο στόχος θα έχει περιοριστεί στο 2,2% μεσοσταθμικά, το Ταμείο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ το 2023 και 2% το 2024.

Οι παραπάνω προβλέψεις έχουν υποστεί σημαντικό «κούρεμα» σε σύγκριση με την έκθεση Fiscal Monitor του περασμένου Απριλίου, όπως προαναφέρθηκε. Τότε το ΔΝΤ θεωρούσε ως δεδομένη την περαιτέρω μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020, ενώ δεν λάμβανε φυσικά υπόψη τις μειώσεις φόρων (ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ) που έγιναν στη συνέχεια, από τον Μάιο και μετά, καθώς και τη «13η σύνταξη» –μέτρα για τα οποία έχει εκφράσει την αντίθεσή του.

Τον Απρίλιο το Ταμείο προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ φέτος και τα επόμενα τρία χρόνια, το οποίο θα περιοριστεί στο 3% του ΑΕΠ το 2023 και στο 2,8% του ΑΕΠ το 2024. Πάντως, στα τέλη Σεπτεμβρίου το ΔΝΤ είχε αναφέρει στην ανακοίνωσή του για την πρόσφατη αποστολή στελεχών του στην Αθήνα ότι το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να κλείσει εντός στόχου. Οι τελικές εκτιμήσεις του αναμένεται να αποτυπωθούν στην έκθεσή του για την Ελλάδα, που θα δημοσιοποιηθεί τις προσεχείς εβδομάδες.

Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ εμφανίστηκε απαισιόδοξο και για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, βάζοντας στη χθεσινή έκθεσή του τον πήχη στο 2,2% για το 2020 και μόλις στο 0,9% για το 2024.

Στη σημερινή έκθεσή του το Ταμείο προβλέπει ακόμα για τη χώρα μας ότι ο προϋπολογισμός θα γυρίσει από πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ πέρυσι σε οριακό έλλειμμα 0,3% του ΑΕΠ φέτος, το οποίο θα διευρυνθεί στο 1% του ΑΕΠ το 2020 και θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά: 1,1% το 2021, 1,2% το 2022, 1,4% το 2023 και 1,6% το 2024.

Το ΔΝΤ αναμένει σταδιακή μείωση των δημοσίων εσόδων αλλά και των δαπανών ως ποσοστών του ΑΕΠ έως το 2024. Τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα παραμείνουν φέτος στο 47,7% του ΑΕΠ, ακριβώς όσο και πέρυσι, αλλά από την προσεχή χρονιά θα αρχίσουν να μειώνονται, υποχωρώντας στο 46,5% του ΑΕΠ το 2020, στο 45,8% το 2021, στο 45,3% το 2022, στο 44,9% το 2023 και στο 44,1% το 2024. Αντιστοίχως, οι δαπάνες προβλέπεται ότι θα αυξηθούν στο 48% του ΑΕΠ φέτος από 46,7% πέρυσι, αλλά θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία από το ερχόμενο έτος: 47,5% του ΑΕΠ το 2020, 46,9% το 2021, 46,4% το 2022, 46,3% το 2023 και 45,7% το 2024.

Από το σημερινό Fiscal Monitor προκύπτει επίσης ότι η Ελλάδα είχε πέρυσι το 8ο υψηλότερο επίπεδο εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ (47,7%, έναντι 48,4% το 2017) και το 9ο υψηλότερο επίπεδο δαπανών (46,7%, έναντι 47,3% το 2017) μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη.

Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, το ΔΝΤ προβλέπει μείωσή του στο 176,6% του ΑΕΠ φέτος από 184,9% πέρυσι και περαιτέρω περιορισμό στο 171,4% το 2020 (έναντι πρόβλεψης για 167,8% στο προσχέδιο προϋπολογισμού του 2020). Η αποκλιμάκωση αναμένεται να συνεχιστεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια, με το χρέος να διαμορφώνεται, σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό, στο 167,1% του ΑΕΠ το 2021, στο 161,7% το 2022, στο 157,2% το 2023 και στο 154,1% το 2024.