To σενάριο της προσωρινής παράτασης του νόμου Κατσέλη και το 2019 για διάστημα τριών ή έξι μηνών προβάλλει ως αναγκαία πραγματικότητα και μοναδική επιλογή, καθώς κυβέρνηση, θεσμοί και τράπεζες δεν έχουν καταλήξει ακόμη στο μοντέλο που θα διαδεχθεί τον νόμο.

Του Αλέξανδρου Κασιμάτη

H μοναδική ασπίδα προστασίας για τους αδύναμους δανειολήπτες αποτελεί καταφύγιο στο οποίο -έως τώρα- καταφεύγουν περίπου 1.500 δανειολήπτες κάθε μήνα. Η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους θεσμούς και τις τράπεζες παραμένει ανοιχτή και δύσκολα θα ολοκληρωθεί τις επόμενες εβδομάδες.

Το μοντέλο που θα διαδεχθεί τον νόμο Κατσέλη συζητήθηκε στο Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου και συνεχίζει να είναι αντικείμενο συζήτησης μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών εν όψει της επόμενης επίσκεψης του κλιμακίου των δανειστών στην Αθήνα που θα πραγματοποιηθεί στις 15 Ιανουαρίου. Ολες οι πλευρές απέχουν σημαντικά από μια κοινή θέση καθώς προσεγγίζουν το ζήτημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Οι θεσμοί από την πλευρά τους δεν πιστεύουν ότι έχει ιδιαίτερο νόημα κάποιου είδους ρύθμιση. Κατανοούν την επιθυμία της κυβέρνησης και συζητούν για κάποιο διαφορετικό σύστημα από τον νόμο Κατσέλη, το οποίο θα βασίζεται σε επιδοτήσεις κατά το πρότυπο της Κύπρου.

Η κυβέρνηση ζητά να παραταθεί ως έχει η ισχύουσα νομοθεσία για διάστημα έξι μηνών, προφανώς με σκοπιμότητα να μεταθέσει το πρόβλημα για την επόμενη κυβέρνηση και να εκμεταλλευτεί προεκλογικά την παράταση.

Οι τράπεζες αποδέχονται την παράταση των έξι μηνών, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το όριο της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων που καλύπτει ο νόμος θα κατέβει σημαντικά από τα 280.000 ευρώ που είναι σήμερα για πολύτεκνες οικογένειες. Συγκεκριμένα ζητούν -αναλόγως των κριτηρίων του δανειολήπτη- να διαμορφωθεί μεταξύ 75.000 και 100.000 ευρώ.

Στις τράπεζες εκτιμούν ότι για να μπορέσουν να υιοθετήσουν ένα νέο πλαίσιο προστασίας των αδύνατων δανειοληπτών απαιτείται προετοιμασία 6-9 μηνών. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να τρέξουν στα μοντέλα τους τις επιπτώσεις και να σταθμίσουν πώς θα επηρεάσει τα κεφάλαια, τους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων κ.ά. Οταν θα έχουν πλήρη και κοστολογημένη εικόνα, τότε θα πρέπει να την παρουσιάσουν στον SSM προκειμένου ο επόπτης να συναινέσει στην υιοθέτηση του σχεδίου.

Φλερτ με το κυπριακό μοντέλο

Η κυβέρνηση διαπιστώνοντας την άκαμπτη θέση των θεσμών φλερτάρει με το λεγόμενο κυπριακό μοντέλο, το οποίο υπό προϋποθέσεις προβλέπει επιδοτήσεις μέρους της δόσης. Η βασική λειτουργία του κυβερνητικού σχεδίου προβλέπει ότι ο κράτος θα πληρώνει μέρος της δόσης εφόσον:

■ Η τράπεζα διαγράψει το ποσό του δανείου που υπερβαίνει την πραγματική αξία του ακινήτου. Για παράδειγμα, αν το στεγαστικό δάνειο ήταν 130.000 ευρώ και σήμερα το ακίνητο αξίζει 100.000 ευρώ, η τράπεζα θα διαγράφει τις 30.000 ευρώ.

■ Εφόσον γίνει η διαγραφή, ο δανειολήπτης θα δεσμεύεται και θα πρέπει να τηρεί τους όρους για την εξόφληση του υπόλοιπου του δανείου.

Αν τηρηθούν τα παραπάνω, τότε το Δημόσιο θα αναλαμβάνει να πληρώνει, ως ενίσχυση, ένα μέρος της μηνιαίας δόσης. Δεν έχει ξεκαθαρίσει αν θα καταβάλλεται από το Δημόσιο το 1/3 ή το 1/5 της μηνιαίας δόσης. Πιθανότατα το ύψος της επιδότησης θα κλιμακώνεται μεταξύ των δύο αυτών ορίων, δηλαδή μεταξύ 20% και 33%, ανάλογα με την εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη.

Ωστόσο, οι τράπεζες εμφανίζονται κατηγορηματικά αντίθετες ως προς την προϋπόθεση της διαγραφής του ποσού του δανείου που υπερβαίνει την πραγματική αξία του ακινήτου. Αρνούνται ακόμη και να το συζητήσουν ως ενδεχόμενο και υποστηρίζουν ότι με τις διαγραφές θα προκύψουν σημαντικές ζημίες που θα επηρεάσουν τα κεφάλαιά τους.

Κυρίως όμως φοβούνται ότι μια τέτοια ρύθμιση θα θεωρηθεί χαριστική και θα επιδράσει αρνητικά στους υγιείς δανειολήπτες. Αυτοί θα θεωρήσουν ότι κακώς εξυπηρετούν τα δάνειά τους από τη στιγμή που οι τράπεζες επιδεικνύουν τόσο μεγάλη ευελιξία στους «κόκκινους» πελάτες τους και θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα επικίνδυνο ντόμινο αθέτησης υποχρεώσεων το οποίο θα διογκώσει το πρόβλημα.

Σε κάθε περίπτωση, όταν επιτευχθεί συμφωνία για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη, το νέο πλαίσιο θα είναι ένα στενό κοστούμι που θα χωράει μόνο σε περιορισμένο αριθμό δανειοληπτών.

Εκτιμάται ότι κάποια στιγμή με αμοιβαίες υποχωρήσεις θα βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, αλλά οπωσδήποτε τα όρια προστασίας θα είναι σημαντικά μειωμένα σε σχέση με σήμερα. Πηγές που έχουν γνώση των διεργασιών υποστηρίζουν ότι τελικά το ανώτατο όριο για την αξία της κατοικίας που θα συμφωνηθεί πιθανόν δεν θα είναι οι 100.000, αλλά 120.000 με 130.000 ευρώ.

Κλείνουν τα νομικά παράθυρα

Παράλληλα, όμως, θα τεθούν και άλλες αυστηρές προϋποθέσεις που θα λειτουργούν συμπληρωματικά, όπως όρια όσον αφορά τα τετραγωνικά της κατοικίας, εισοδηματικά κριτήρια, ύπαρξη ή μη καταθέσεων κ.λπ. Oι εκπρόσωποι των τραπεζών τονίζουν ότι πρέπει να προστατεύεται η λαϊκή κατοικία, εφόσον πρόκειται για πρώτη κατοικία και υπάρχει πραγματική αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου.

Επιμένουν ότι δεν πρέπει να υπάρξουν νομικά παράθυρα τα οποία θα επιτρέψουν να καταστρατηγηθεί το πνεύμα του νόμου και να εξελιχθεί σε μέσο άμυνας των στρατηγικών κακοπληρωτών. Οι τράπεζες ζητούν να μειωθεί το όριο προστασίας, επειδή η συντριπτική πλειονότητα των στεγαστικών δανείων κινείται γύρω από την περιοχή των 70.000-80.000 ευρώ.

Ωστόσο στην κυβέρνηση αποδέχονται τη μετακίνηση σε ένα νέο σύστημα που θα βασίζεται στις επιδοτήσεις αλλά επιμένουν να διατηρηθεί το ύψος της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων που προβλέπει σήμερα ο νόμος Κατσέλη.

Στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη, του οποίου η ισχύς λήγει στις 31/12/2018, προσέφευγαν μέχρι σήμερα περίπου 1.500 δανειολήπτες κάθε μήνα. Σε ετήσια βάση υπολογίζεται ότι περίπου 18.000 δανειολήπτες με υπόλοιπα της τάξης των 80 εκατ. ευρώ καταφεύγουν στην ασπίδα του. Μέχρι στιγμής ο νόμος καλύπτει περίπου 170.000 πρόσωπα.

Υπολογίζεται όμως ότι ο αριθμός τους μπορεί να μειωθεί, ενδεχομένως και κατά 20.000-30.000 δανειολήπτες, όταν ολοκληρωθεί η διασταύρωση και διερεύνηση των οικονομικών τους στοιχείων, διαδικασία που είναι σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο.