Στο 4,3% του ΑΕΠ, έναντι εκτίμησης για 4,4% του ΑΕΠ τον περασμένο Απρίλιο, αναθεώρησε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018. Σε απόλυτους αριθμούς, το περυσινό πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στα 7,9 δισ. ευρώ, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 8,149 δισ. ευρώ τον Απρίλιο.

Τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν επίσης ότι το 2018 έκλεισε με πλεόνασμα 1,826 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ στη Γενική Κυβέρνηση (έναντι εκτίμησης για πλεόνασμα 1,991 δισ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ τον Απρίλιο). Το ΑΕΠ ανήλθε πέρυσι σε 184,714 δισ. ευρώ (εκτίμηση αμετάβλητη σε σχέση με τον Απρίλιο), ενώ το δημόσιο χρέος εκτιμάται σε 334,721 δισ. ευρώ ή 181,2% του ΑΕΠ, ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με την εκτίμηση του Απριλίου (334,573 ή 181,1% του ΑΕΠ). Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, «η αναθεώρηση στο αποτέλεσμα του έτους 2018 οφείλεται κυρίως σε επικαιροποιημένα στοιχεία».

Στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται με βάση τους κανονισμούς της Εurostat. Ο τρόπος υπολογισμού είναι διαφορετικός από εκείνον που εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας.

Έτσι, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 είχε υπολογιστεί τον Απρίλιο από την ΕΛΣΤΑΤ στο 4,4%, ενώ με βάση τον ορισμό της μεταμνημονιακής εποπτείας είχε υπολογιστεί στο 4,29% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας κατά 0,79% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,46 δισ. ευρώ, τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και παρότι στο τέλος της περυσινής χρονιάς διατέθηκαν πάνω από 2 δισ. ευρώ για «κοινωνικό μέρισμα» και αναδρομικά ειδικών μισθολογίων.

 

Όπως εξηγεί η ΕΛΣΤΑΤ, «μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ). Πιο συγκεκριμένα τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή Ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια».

 

Σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία των ετών 2015-2018, τα οποία δημοσιοποίησε σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ στο πλαίσιο της δεύτερης κοινοποίησης Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ) του 2019, το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στα 6,865 δισ. ευρώ (3,8% του ΑΕΠ) το 2017 και στα 6,470 δισ. ευρώ (3,7% του ΑΕΠ) το 2016, ενώ το 2015 είχε κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 3,672 δισ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ. Σε σύγκριση με την ανακοίνωση του περασμένου Απριλίου, η ΕΛΣΤΑΤ διατήρησε αμετάβλητο το πρωτογενές έλλειμμα του 2015, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 αυξήθηκε οριακά κατά 0,1% του ΑΕΠ, ενώ τα επόμενα δύο έτη τα πρωτογενή πλεονάσματα μειώθηκαν οριακά κατά 0,1% του ΑΕΠ. Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν την υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου για 4η συνεχή χρονιά πέρυσι και την επίτευξη υπερπλεονάσματος για 3η συνεχή χρονιά –ενός υπερπλεονάσματος που αποτέλεσε, όμως, προϊόν υπερβολικής λιτότητας την οποία επέβαλε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

 

Στη σημερινή, 2η κοινοποίηση δημοσιονομικών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2015-2018, αποτυπώνονται επίσης για το 2018 τα εξής:

–              Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης που έφθασε τα 1,826 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ), σύμφωνα με το ESA 2010, έναντι πλεονάσματος 1,299 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ το 2017, πλεονάσματος 858 εκατ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ το 2016 και ελλείμματος 9,953 δισ. ευρώ ή 5,6% του ΑΕΠ το 2015.

–              Αύξηση του ακαθάριστου ενοποιημένου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης σε ονομαστικές τιμές στο τέλος του 2018 κατά 17,237 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το 2017, καθώς εκταμιεύθηκαν οι τελευταίες δανειακές δόσεις του 3ου Μνημονίου, συμπεριλαμβανομένων των 15 δισ. ευρώ που μπήκαν στο «μαξιλάρι» διαθεσίμων. Το χρέος εκτιμάται στα 334,721 δισ. ευρώ (181,2% του ΑΕΠ) στο τέλος της περυσινής χρονιάς από 317,484 δισ. ευρώ (176,2% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2017. Το 2016 είχε κλείσει με χρέος 315,009 δισ. ευρώ (178,5% του ΑΕΠ) και το 2015 με χρέος 311,729 δισ. ευρώ (175,9% του ΑΕΠ).

–              Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ανήλθε πέρυσι στα 184,714 δισ. ευρώ από 180,218 δισ. ευρώ το 2017. Το 2016 είχε διαμορφωθεί στα 176,488 δισ. ευρώ και το 2015 στα 177,258 δισ. ευρώ.

–              Τόσο οι δαπάνες όσο και τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης παρουσιάζουν αύξηση σε σχέση με το 2017 σε απόλυτα νούμερα, αλλά είναι ελαφρώς μειωμένες ως ποσοστά του ΑΕΠ λόγω της ανάπτυξης. Ειδικότερα, οι δαπάνες ανήλθαν στα 86,746 δισ. ευρώ ή 46,96% του ΑΕΠ από 85,492 δισ. ευρώ ή 47,44% του ΑΕΠ το 2017, ενώ τα έσοδα έφθασαν τα 88,572 δισ. ευρώ ή 47,95% του ΑΕΠ έναντι 86,791 δισ. ευρώ ή 48,16% του ΑΕΠ το 2017. Το 2016 οι δαπάνες είχαν φθάσει τα 86,480 δισ. ευρώ (49% του ΑΕΠ) και τα έσοδα τα 87,338 δισ. ευρώ (49,49% του ΑΕΠ), ενώ το 2015 οι δαπάνες είχαν εκτιναχθεί στα 94,936 δισ. ευρώ (53,56% του ΑΕΠ) και τα έσοδα είχαν περιοριστεί στα 84,983 δισ. ευρώ (47,94% του ΑΕΠ).

 

Η ανακοίνωση της Στατιστικής Αρχής παρουσιάζει ακόμα την επίπτωση που είχε στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης η υποστήριξη των τραπεζών από όλες τις παρεμβάσεις του κράτους στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Για το 2018 η επίπτωση ήταν αρνητική κατά 97 εκατ. ευρώ ή 0,05% του ΑΕΠ και ήταν μικρότερη κατά 9 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2017 (αρνητική επίπτωση 106 εκατ. ευρώ ή 0,1% του ΑΕΠ).