Τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια θα χρειαστούν για την πλήρη άρση των capital controls, σύμφωνα με έρευνα της ΤτΕ σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις και νοικοκυριά δεν εκτιμούν ότι οι περιορισμοί θα αρθούν πλήρως προτού παρέλθουν δύο χρόνια (59% του κοινού και 53% των επιχειρήσεων).

Ως προς τον αντίκτυπο των διαφόρων μέτρων χαλάρωσης, η χαλάρωση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών ήταν το μέτρο με το μεγαλύτερο αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο για όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνα (περίπου 38% του κοινού και 73% των επιχειρήσεων). Το 37% του κοινού δεν ανέμενε κανένα αντίκτυπο από το εν λόγω μέτρο, ενώ μόλις το 13% των επιχειρήσεων φαίνεται ότι δεν αναγκάζεται να προσφεύγει συχνά στη χρήση μετρητών.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, το 56% των επιχειρήσεων αναμένεται να ωφεληθεί (κάπως ή σε πολύ μεγάλο βαθμό), ενώ το 28% δεν αναμένει κανένα όφελος. Αντίθετα, η χαλάρωση του συγκεκριμένου περιορισμού δεν θα είχε κανένα αντίκτυπο σύμφωνα με το 44% του κοινού.

Για την επιστροφή των καταθέσεων, η έρευνα τονίζει ότι δύο είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες: (α) η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (σύμφωνα με το 56% των ερωτηθέντων) και (β) η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος (σύμφωνα με το 44% των ερωτηθέντων.

Επιπλέον, σε περίπτωση άρσης των περιορισμών, το 38% των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό εκτιμά ότι θα υπάρξει φυγή μεγάλου μέρους των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες είτε σε μορφή μετρητών (14%) είτε μέσω ηλεκτρονικών μεταφορών στο εξωτερικό (24%). Ωστόσο, το 79% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν θα προχωρούσε σε αντίστοιχη ενέργεια.

Μετά την άρση των περιορισμών, το 83% των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό εκτιμά ότι θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες με την ίδια ή και υψηλότερη συχνότητα. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 93% στην ομάδα των εύπορων καταναλωτών. Μετά την άρση των περιορισμών, το 44% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι θα μετέφερε τουλάχιστον κάποια κεφάλαια από το εξωτερικό πίσω στην Ελλάδα.

Η υπο-ομάδα των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (50+ εργαζόμενοι) εμφανίζεται ως η πιο πρόθυμη να μεταφέρει σε τράπεζα στην Ελλάδα τα κεφάλαια που διακρατεί στο εξωτερικό: το 64% εκτιμά ότι θα το έκανε, κυρίως για να καλύψει λειτουργικά έξοδα.

Σχεδόν μία στις δύο επιχειρήσεις (47%) δεν θα μετέφερε πίσω στην Ελλάδα τα κεφάλαια που διακρατεί στο εξωτερικό μετά την άρση των περιορισμών. Ωστόσο, συγκριτικά, μόλις το 22% των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (με 50+ εργαζομένους) θεωρεί ότι δεν θα μετέφεραν τα κεφάλαιά τους σε τράπεζα στην Ελλάδα.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (σύμφωνα με το 61% και το 50% των επιχειρήσεων αντίστοιχα) ήταν οι πιο συνήθεις αιτίες για τις οποίες οι επιχειρήσεις δεν σκοπεύουν να μεταφέρουν χρηματικά κεφάλαια πίσω στην Ελλάδα όταν χαλαρώσουν οι περιορισμοί.

Το 41% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι προοπτικές της επιχείρησης θα βελτιωθούν σε διάστημα ενός έτους μετά την πλήρη άρση των περιορισμών.