Η μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα και το άνοιγμα της οικονομίας στις διεθνείς αγορές θα μπορούσε να βελτιώσει το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε όρους αγοραστικής δύναμης) κατά περίπου 1% ετησίως σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία μέχρι το 2020. Τα παραπάνω αναφέρει στο δεύτερο τεύχος της έκδοσης Οικονομία και Αγορές, η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank, στην οποία προΐσταται ο Καθηγητής κ. Γκίκας Χαρδούβελης.

Όπως αναλύει, τα αυστηρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και η σημαντική μείωση των μισθών στο σύνολο της οικονομίας με στόχο τη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας οδήγησαν την Ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 20% κατά τη χρονική περίοδο 2008-2012, και αναμένεται περαιτέρω πτώση της τάξης του 5% κατά το 2013. Η ραγδαία πτώση του ΑΕΠ σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό οδήγησε σε χειροτέρευση της δυναμικής του δημόσιου χρέους, με το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ να αναμένεται να φτάσει το 178% το 2013, από 129% το 2009, παρά την αναδιάρθρωση που έγινε το Μάρτιο του 2012 και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που πάρθηκαν το Δεκέμβριο του 2012.

Δεδομένου ότι η επανεκκίνηση της Ελληνικής οικονομίας παίζει καθοριστικό ρόλο για την επιστροφή του χρέους σε διατηρήσιμα επίπεδα, το επίμαχο ζήτημα είναι το κατά πόσο η Ελληνική οικονομία θα καταφέρει να επανέλθει σε μια νέα τροχιά βιώσιμης και υψηλής ανάπτυξης. Ο σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να εξετάσει το ρόλο μιας σειράς καθοριστικών παραγόντων για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, όπως είναι το μέγεθος του δημόσιου τομέα, η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια, ο πληθωρισμός, η επένδυση σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο και η ποιότητα των θεσμών.

Η μελέτη καταλήγει σε ορισμένους βασικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη, οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από τη διεθνή ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, και εξετάζει τη θέση της Ελλάδας ιστορικά σε σύγκριση με την Ευρωζώνη και τον υπόλοιπο κόσμο. Χρησιμοποιώντας μια πληθώρα εκτιμήσεων από την υπάρχουσα εμπειρική βιβλιογραφία σχετικά με τους συντελεστές της ανάπτυξης, εκτιμούμε ότι το μέγεθος των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου και η εξωστρέφεια της Ελληνικής οικονομίας είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας κατά την επόμενη δεκαετία.

Πιο συγκεκριμένα, η αναμενόμενη πτώση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (από 18,5% κατά τη δεκαετία 2000-2010 στο 13% του ΑΕΠ κατά την επόμενη δεκαετία) θα μπορούσε να συνεισφέρει 0,8% ετησίως στο ρυθμό μεταβολής του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αντιστοίχως, η αύξηση των εισαγωγών και των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες (από 54,6% κατά τη δεκαετία 2000-2010 στο 70,0% κατά την επόμενη δεκαετία), σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, θα μπορούσε να προσθέσει στο ρυθμό ανάπτυξης 0,4% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία. Η βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να προέλθει από αύξηση της δυναμικότητας των εξαγωγικών τομέων της οικονομίας, έτσι ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας.