Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου ενισχύει την πολιτική σταθερότητα επισημαίνει η Eurobank στην τακτική της έκδοση “7 ημέρες οικονομία”.

Σύμφωνα με την Eurobank η προσπάθεια της κυβέρνησης είναι αναγκαίο να συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς και κατά την περίοδο που η τρόικα απουσιάζει. 

Όπως σημειώνει η τράπεζα, τα βασικά θέματα που χρειάζονται άμεσες λύσεις περιλαμβάνουν:

– την ενίσχυση της ρευστότητας και την αύξηση του ρυθμού αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου (μόνο €2,2 δισ. έχουν αποπληρωθεί μέχρι το τέλος Απριλίου ενώ το πρόγραμμα προέβλεπε 3,5 δισ. για το τέλος Μαρτίου 2013),
– την υστέρηση των εσόδων του Προϋπολογισμού του 2013
– τις καθυστερήσεις των αποκρατικοποιήσεων,
– την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών,
– την επιτάχυνση των εκκρεμών μεταρρυθμίσεων.

Οι βασικές προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση στους επόμενους 12 μήνες

Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιτυχία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Σημειώστε ότι σύμφωνα με το 20 Πρόγραμμα Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για το 2013 αναμένεται στο -4,2% του ΑΕΠ για το 2013. Θετικοί ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ αναμένονται από το 2014 (0,6% του ΑΕΠ) και μετά. Οι σχετικές προβλέψεις της Διεύθυνσης Οικονομικών μελετών και Προβλέψεων είναι για ρυθμό μεταβολής -4,2% και 0,4% του ΑΕΠ για το 2013 και το 2014 αντίστοιχα . Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο να βρεθούν ουσιαστικές απαντήσεις για μια σειρά από ανοικτά ζητήματα – κινδύνους που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Οι κύριοι κίνδυνοι για τους επόμενους 12 μήνες είναι δυνατό να διαχωριστούν στις παρακάτω κατηγορίες:

• Περιορισμός της ρευστότητας στην οικονομία. Η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ενισχυθεί, πέρα από την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων και από την ταχύτερη απορρόφηση των κονδυλίων που προβλέπονται από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία (€3,9 δισ. για το 2013), το πρόγραμμα ενίσχυσης Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων από της Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (€1,0 δισ.) καθώς και από την επανεκκίνηση των μεγάλων έργων (βασικοί οδικοί άξονες κτλ). Όσον αφορά τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους, στο τέλος Μαρτίου  2013 ανέρχονταν στα €7,9 δισ. Στο τέλος Απριλίου 2013 σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών οι τελικές πληρωμές (εξοφλήσεις ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων) ανέρχονταν σε μόλις €2,2 δισ. Στην πρόσφατη αναθεώρηση του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας η πρόβλεψη ήταν για τελικές πληρωμές €3,5 δισ. μέχρι το τέλος Μαρτίου 2013 . 

• Ελλιπής εφαρμογή των δημοσιονομικών προσαρμογών στην Ελλάδα. Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει επιδείξει σημαντικές επιτυχίες στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το έλλειμμα του 2012 χωρίς την ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ήταν στο -6,0% του ΑΕΠ αντί στόχου -6,6% του ΑΕΠ . Παρ΄ όλ’ αυτά, η εξέλιξη της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού της Γενικής  Κυβέρνησης για το πρώτο τρίμηνο του 2013  δείχνει μια σημαντική υστέρηση των εσόδων εξαιτίας της συνεχιζόμενης ύφεσης στην οικονομία. Μέχρι στιγμής έχει αποφευχθεί η λήψη νέων μέτρων για την κάλυψη της υστέρησης εσόδων. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί όμως στις επόμενες αναθεωρήσεις του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης (η επόμενη αναθεώρηση είναι προγραμματισμένη για τα μέσα Ιουνίου 2013). Μια τέτοια εξέλιξη θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα στην ελληνική οικονομία και θα δυσχεράνει σημαντικά τις προσπάθειες εξόδου από την κρίση. Ως θετικό βήμα για την αντιμετώπιση της υστέρησης των εσόδων θεωρούνται οι διατάξεις για τη ρύθμιση/εξόφληση οφειλών προς το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και οι διατάξεις για την ενίσχυση του ρόλου της νέας Γενικής Γραμματείας Εσόδων.

• Καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης είναι η πρώτη συνθήκη που πρέπει να ικανοποιηθεί στα πλαίσια της διαδικασία απεξάρτησης από την ρευστότητα της ΕΚΤ. Μέχρι σήμερα η παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ ή την Τράπεζα της Ελλάδος (ELA) είναι ικανοποιητική για να καλύψει την απώλεια πρόσβασης του τραπεζικού συστήματος στις διεθνείς αγορές και την απώλεια καταθέσεων από το 2009 και μετά. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι αναγκαίο να περιορίσει την εξάρτησή του από την ΕΚΤ ή την Τράπεζα της Ελλάδος αφού είναι πιθανό στο μέλλον να αλλάξουν οι όροι παροχής ρευστότητας. 

• Μειωμένη αποτελεσματικότητα του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Μέχρι το τέλος του 2012 τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας ανέρχονταν σε €1,6 δισ. Μέχρι στιγμής δεν έχει ολοκληρωθεί καμία από τις βασικές αποκρατικοποιήσεις που έχει προγραμματίσει το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) για το 2013. Η τελική απόφαση για την πώληση του 33,0% του ΟΠΑΠ θα ληφθεί σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες πληροφορίες μετά την 1η Μαίου αφού υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της προσφερόμενης και της ζητούμενης τιμής. Αντίστοιχα, η αποκρατικοποίηση των ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ έχει καθυστερήσει σημαντικά αφού πλέον η τελική απόφαση αναμένεται μετά την 10η Μαίου 2013. Σημειώστε ότι από τις δύο αποκρατικοποιήσεις αναμένονται έσοδα περίπου €1,9 δισ., δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος από τα προσδοκώμενα έσοδα (€2,6 δισ.) που αναμένονται για το 2013. 

Το υπόλοιπο ποσό για το 2013 (περίπου €0,7 δισ.) αναμένεται να καλυφθεί κυρίως από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου. Για το 2014, 2015 και 2016 οι αντίστοιχοι στόχοι είναι €2,4 δισ., €1,1 δισ. και €3,4 δισ.. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια προορίζονται για τη μείωση του δημοσίου χρέους. Οποιαδήποτε απόκλιση από τους στόχους αυτούς μπορεί να προκαλέσει την αυτόματη λήψη μέτρων για τον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών  (με ανώτατο όριο το €1,0 δισ.) περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε σε αυτό το σημείο ότι οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, πέρα από τις θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις που συνεπάγονται, αποτελούν και την κύρια πηγή προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Συνεπώς, η αναπτυξιακή τους δυναμική είναι σημαντική και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να επιταχυνθούν οι σχετικές διαδικασίες στο ΤΑΥΠΕΔ.

• Ελλιπής εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αν και ξεκίνησε δυναμικά τους πρώτους μήνες μετά την υπογραφή του 1ου Προγράμματος Σταθεροποίησης ουσιαστικά αδράνησε κατά τη διάρκεια του 2011 και του 2012 με εξαιρέσεις την περίοδο της κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Πρωθυπουργό Λ. Παπαδήμο και την περίοδο μετά το καλοκαίρι του 2012 της παρούσας κυβέρνησης συνεργασίας. Σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν ολοκληρωθεί ή πλησιάζουν στην ολοκλήρωση τους, όπως οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα υγείας, οι μεταρρυθμίσεις με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, στα εργασιακά, οι διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις κτλ. Παρ’ όλ’ αυτά, πολλά απομένουν ακόμη για να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, π.χ. η επιτυχημένη προώθηση των μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα. Σημάδια κόπωσης στην εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος θα εκληφθούν αρνητικά από τις αγορές και θα πλήξουν την αξιοπιστία που μόλις πρόσφατα άρχισε να ανακτά η ελληνική οικονομία.

Δεν αναφέρουμε την ανεργία ανάμεσα στις παραπάνω προκλήσεις. Δεν παραγνωρίζουμε τη σημασία της αλλά θεωρούμε ότι η επιτυχημένη αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων θα αυξήσει την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και θα οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού ανεργίας.

Τα στοιχεία της Γενικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 δείχνουν ότι το πρόβλημα της υστέρησης των εσόδων παραμένει

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013, το δημοσιονομικό ισοζύγιο σε ταμειακή, μη ενοποιημένη,  βάση  ήταν αρνητικό (δημοσιονομικό έλλειμμα) στο €-1,0  δισ. αλλά μειωμένο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011 κατά €3,7 δισ. ή -78,9%. Το πρωτογενές ισοζύγιο σε ταμειακή, μη ενοποιημένη, βάση ήταν θετικό στα €1,0 δισ. αλλά μειωμένο σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα του Μαρτίου του 2012 κατά €1,4 δισ. ή -58,61%. Η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 οφείλεται κυρίως στη σημαντική υστέρηση των εσόδων.

Πιο αναλυτικά, τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 και χωρίς να συνυπολογίζονται οι ενδοκυβερνητικές συναλλαγές, ήταν €19,1 δισ., μειωμένα κατά €-1,8 δισ. ή -8,4% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012. Τα καθαρά έσοδα της Κεντρικής Κυβέρνησης ανήλθαν σε €12,3 δισ., μειωμένα κατά -3,9% σε ετήσια βάση αλλά αυξημένα κατά 8,7% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ 2013-16. 

Η μείωση των καθαρών εσόδων θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερη αν μέσα στην περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 είχαν πραγματοποιηθεί οι επιστροφές φόρων σύμφωνα με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ 2013-16. Στη συγκεκριμένη περίοδο οι επιστροφές φόρων μειώθηκαν κατά -58,9% σε ετήσια βάση αλλά και -68,7% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ 2013-16. Αυτή η πρακτική οδηγεί σε προσωρινή «τεχνητή» βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου αλλά δεν είναι διατηρήσιμη.  Αν κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι οι επιστροφές φόρων παρέμεναν στα επίπεδα του μηνιαίου στόχου του ΜΠΔΣ 2013-16 τότε η μείωση στα καθαρά έσοδα της Κεντρικής Κυβέρνησης σε σχέση με τον μηνιαίο στόχο του ΜΠΔΣ2013-16 θα ήταν -9,0% αντί -3,1%. Το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα γινόταν ακόμη πιο αρνητικό (€-1,5 δισ. αντί για €-1,0 δισ.). Οι μειωμένες επιστροφές φόρων τους δύο πρώτους μήνες του έτους συνεπάγονται αυξημένες επιστροφές φόρων για τους επόμενους μήνες .

Η υστέρηση των εσόδων της Κεντρικής Κυβέρνησης οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισπραχθέντων έμμεσων φόρων (μείωση εσόδων ΦΠΑ κατά -15,3% σε ετήσια βάση και -6,0% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ 2013-16) εξαιτίας της συνεχιζόμενης ύφεσης στην οικονομία και της συνεπαγόμενης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος . Αναμένουμε ότι η διαδικασία ρυθμίσεων των οφειλών όπως αυτή ψηφίστηκε στο πολυνομοσχέδιο της 28ης Απριλίου 2013 θα συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση των φορολογικών εσόδων τους επόμενους μήνες.

Τα έξοδα της Γενικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 και χωρίς να υπολογίζονται οι ενδοκυβερνητικές συναλλαγές και οι δαπάνες για τόκους, ήταν €18,2 δισ., μειωμένα κατά €0,3 δισ ή -1,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012. Μια ματιά στα αναλυτικά στοιχεία για τις δαπάνες της Κεντρικής Κυβέρνησης δείχνει για ακόμη μια φορά ότι οι τελευταίες κρατήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και κάτω από τους στόχους που είχαν τεθεί για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου στον Προϋπολογισμό 2013. Από τα στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης προκύπτει ότι οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 ανήλθαν σε €13,2 δισ. μειωμένες κατά -32,7% σε ετήσια βάση και -8,2% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ 2013-16. 

Αντίστοιχα, οι πρωτογενείς δαπάνες ήταν €11,2 δισ. μειωμένες κατά -11,1% σε ετήσια βάση αλλά και -8,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μηνιαίο στόχο του ΜΠΔΣ2013-16. Παρατηρείται ότι οι δαπάνες είναι μειωμένες τόσο σε ετήσια βάση όσο και σε σχέση με τους μηνιαίους στόχους του Προϋπολογισμού 2013. Για μερικές κατηγορίες δαπανών η μείωση σε σχέση με τον στόχο του Προϋπολογισμού του 2013 δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί. Οι δαπάνες για ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία είναι μειωμένες κατά -24,1% σε ετήσια βάση και κατά -22,8% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του Προϋπολογισμού 2013. Με δεδομένο ότι οι συγκεκριμένες δαπάνες περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταμείων είναι απορίας άξιο γιατί εμφανίζεται η συγκεκριμένη μείωση για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2013, ενώ αυτές είχαν προϋπολογισθεί στα €4,8 δισ.

Από τα στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 προκύπτει ότι και οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ, μειώθηκαν κατά -1,8% σε ετήσια βάση και κατά -57,6% σε σχέση  με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ2013-16. Ουσιαστικά εδώ έχουμε μια ακόμη επανάληψη της συνηθισμένης πρακτικής μείωσης των δαπανών του ΠΔΕ. Η συνέχιση της συγκεκριμένης πρακτικής δυσχεραίνει τις συνθήκες ρευστότητας στην ελληνική οικονομία.

Οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης για τόκους την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013 ήταν μειωμένες κατά -72,30% σε ετήσια βάση εξαιτίας της εφαρμογής του PSI τον Μάρτιο του 2012 και του ότι οι τόκοι των νέων ομολόγων που εκδόθηκαν τότε, πληρώνονται κάθε Φεβρουάριο ξεκινώντας από τον Φεβρουάριο του 2013. 

Σύμφωνα με ΜΠΔΣ 2013-16 το έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης (κατά ESA95) του 2013 εκτιμάται στο -4,3% του ΑΕΠ ενώ το πρωτογενές ισοζύγιο εκτιμάται στο 0,3% του ΑΕΠ.  Να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη έκθεσή της εκτιμά πως ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για το 2013 θα είναι -4,4% ενώ το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται στο 0,0%. Θεωρούμε ότι με βάση μόνο τα διαθέσιμα στοιχεία, όποια πρόβλεψη σχετικά με την επίτευξη των στόχων του 2013 είναι παρακινδυνευμένη. 

Οποιαδήποτε «τεχνική» μείωση του ελλείμματος από μήνα σε μήνα δε θα μπορέσει να αποκρύψει την υστέρηση των εσόδων. Η επιβολή νέων φορολογικών μέτρων δεν αποτελεί λύση για το πρόβλημα της υστέρησης αφού η φοροδοτική ικανότητα του πολίτη έχει πλέον εξαντληθεί. Αντίθετα μια τέτοια πρακτική θα μειώσει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς και την οικονομική δραστηριότητα. 

Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα στρέψει το ενδιαφέρον της στην αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της βελτίωσης του φοροεισπρακτικού και ελεγκτικού μηχανισμού. 

Μόνο €2,2 δισ. ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων εξοφλήθηκαν μέχρι το τέλος Απριλίου 2013, θετική έκπληξη η μείωση των εκκρεμών επιστροφών έμμεσων φόρων

Η εξέλιξη της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου θεωρούμε ότι είναι μη-ικανοποιητική. Πρέπει να αναγνωρίσουμε φυσικά ότι το Υπουργείο Οικονομικών τους τελευταίους μήνες βελτιώνει τις επιδόσεις του στο συγκεκριμένο τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες:

1. το Υπουργείο Οικονομικών μέχρι το τέλος Απριλίου 2013 είχε εγκρίνει και χρηματοδοτήσει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορέων της γενικής κυβέρνησης συνολικού ύψους €3,7 δισ. οι οποίες όμως δεν έχουν μεταφερθεί στην πραγματική οικονομία στο σύνολο τους μέσω τελικών πληρωμών εξαιτίας θεσμικών και λειτουργικών προβλημάτων.

2. το συνολικό ύψος των τελικών πληρωμών (εξοφλήσεων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων και επιστροφών φόρων) στο τέλος Απριλίου 2013 ανέρχεται σε μόλις €2,2 δισ. εκ των οποίων τα €0,7 δισ. καταβλήθηκαν την περίοδο Δεκεμβρίου 2012-Φεβρουαρίου 2013, τα υπόλοιπα €0,8 δισ. καταβλήθηκαν τον Μάρτιο του 2013. Τον Απρίλιο του 2013 καταβλήθηκαν €0,7 δισ.

3. η υστέρηση στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων με βάση το χρονοδιάγραμμα του Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας (Δεκέμβριος 2012), είναι σημαντική. Σύμφωνα με το πρόγραμμα μόνο μέχρι το τέλος Μαρτίου 2013 θα έπρεπε να έχουν εξοφληθεί συνολικά €3,5 δισ. αντί των €2,2 δισ. που εξοφλήθηκαν μέχρι το τέλος Απριλίου 2013.

Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Κυβέρνησης οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου,  στο τέλος Μαρτίου  2013, ανέρχονταν στα €7,9 δισ. μειωμένες κατά €0,3 δισ. ή -3,6% σε σχέση με το τέλος Φεβρουαρίου 2013. Σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου 2012 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ήταν μειωμένες κατά -2,4%. Οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων στο τέλος Μαρτίου 2013 ανέρχονταν σε €0,2 δισ. μειωμένες κατά €0,4 δισ. ή -63,1% σε σύγκριση με το τέλος του προηγούμενου μήνα. Η μείωση των εκκρεμών επιστροφών φόρων αποτελεί μια θετική έκπληξη ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από επιστροφές έμμεσων φόρων (επιστροφές ΦΠΑ) και θα αποτελέσει μια ένεση ρευστότητας για τον ιδιωτικό τομέα. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι οι εκκρεμείς επιστροφές έμμεσων φόρων μειώθηκαν κατά -83,6% στο τέλος Μαρτίου 2013.

Το σύνολο των οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα στο τέλος Μαρτίου 2013 ανερχόταν σε €8,2 δισ. μειωμένο κατά €0,7 δισ. ή  -8,1% σε σχέση με το τέλος Φεβρουαρίου 2013. Κατά το διάστημα μεταξύ  τέλους Φεβρουαρίου και τέλους Μαρτίου 2013 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του συνόλου των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν, με εξαίρεση τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 2,1% σε σχέση με το τέλος Φεβρουαρίου 2013.