Τους τρεις παράγοντες για την αντιμετώπιση της ήπιας κυκλικής ανάκαμψης και της χαμηλής δυνητικής μεγέθυνσης που αναφέρουν ΔΝΤ και ΕΕ στις προβλέψεις τους για τη χώρα μας διευρενά η μελέτη «7 ημέρες οικονομίας» της Eurobank.

Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται στη μελέτη τςη τράπεζας σύμφωνα με τις πρόσφατες μακροοικονομικές εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) η ελληνική οικονομία αναμένεται να ακολουθήσει μια πορεία ήπιας κυκλικής ανάκαμψης συγκλίνοντας μακροπρόθεσμα σε σχετικά χαμηλούς ρυθμούς δυνητικής μεγέθυνσης . Για το τρέχον έτος ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,8%, οριακά χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2018. Στη συνέχεια εκτιμάται επιτάχυνση στο 2,3% το 2020 και σταδιακή επιβράδυνση στο 0,9% το 2023 (έτος κατά το οποίο αναμένεται να κλείσει το παραγωγικό κενό, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο τρέχον και το δυνητικό προϊόν).

Η παραπάνω προβλεπόμενη πορεία του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να συνδυαστεί, 1ον με περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας και σύγκλισης στο δομικό επίπεδο του 12,9% το 2023 και 2ον με σταδιακή ενίσχυση του πληθωρισμού στο 1,8% (από 0,5% το 2019 στο 1,8% το 2023).

Βάσει των παραπάνω στοιχείων εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μετατόπιση της καμπύλης των προβλέψεων προς τα πάνω για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης και προς τα κάτω για το ποσοστό ανεργίας, δηλαδή εκτιμήσεις για ταχύτερη κυκλική ανάκαμψη και υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη προϋποθέτουν τη μείωση του δομικού ποσοστού ανεργίας, την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Η μείωση του δομικού ποσοστού ανεργίας (δηλαδή του ποσοστού κάτω του οποίου η οικονομία επωμίζεται το κόστος του επιταχυνόμενου πληθωρισμού) και η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος δύναται να αυξήσουν του διαθέσιμους πόρους και τη χρήση του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας συνεισφέροντας θετικά στην ανάπτυξη.

Η ενίσχυση των επενδύσεων, ήτοι της μακροοικονομικής μεταβλητής που συνδέει το παρόν με το μέλλον, μπορεί να οδηγήσει σε παράλληλη μετατόπιση της καμπύλης των προβλέψεων για τη μεγέθυνση προς τα πάνω, καθώς αυξάνουν τη ζήτηση στο παρόν και επεκτείνουν τις παραγωγικές δυνατότητες (προσφορά) της οικονομίας στο μέλλον.

Εξίσου σημαντικό είναι η επιθυμητή ενίσχυση των επενδύσεων να συνοδευτεί μεσομακρο-πρόθεσμα από αύξηση των αποταμιεύσεων. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η υψηλή διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος (-2,8% του ΑΕΠ το 2018), δηλαδή της βασικής ανισορροπίας που χαρακτήριζε το προ κρίσης μονοπάτι μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας (-15,2% του ΑΕΠ το 2007).

Τέλος, η ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής, μεταβλητή η οποία σχετίζεται σημαντικά με την ποιότητα των θεσμών, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών της οικονομίας.Εν κατακλείδι, το 2019 θα αποτελέσει το 3ο έτος στη σειρά με θετικό πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης για την ελληνική οικονομία (από -0,4% και -0,2% το 2015 και το 2016 αντίστοιχα).

Σύμφωνα με τις προβλέψεις διεθνών οργανισμών, όπως του ΔΝΤ και της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με επιτάχυνση της ανάπτυξης το 2020 και σταδιακή επιβράδυνση στο 0,9% το 2023 και 2024.

Η επαλήθευση αυτού του σεναρίου θα σημαίνει ότι το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024 θα βρίσκεται στο 83,5% του επιπέδου προ κρίσης (η μέγιστη απόκλιση ήταν στο 73,5% το 2013). Η μείωση του δομικού ποσοστού ανεργίας, η ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος αποτελούν προϋποθέσεις για ταχύτερη κυκλική ανάκαμψη και υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Η ακριβής ποσοτικοποίηση των δυνατοτήτων αύξησης των ρυθμών μεγέθυνσης (βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα) είναι μια δύσκολη άσκηση και με σημαντικούς περιορισμούς λόγω του δυσμενούς διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος.