Εδώ και ένα χρόνο η χώρα μας βρίσκεται σε αναζήτηση μιας λύσης για το πρόβλημα της υπερχρέωσης, το οποίο σταδιακά έχει μετατραπεί σε πρόβλημα λειτουργίας του συνόλου της ίδιας της ελληνικής οικονομίας.

Για πολιτικούς κυρίως λόγους η προηγούμενη κυβέρνηση αρνήθηκε να προχωρήσει στην 5η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος. Η άρνησή της να αποδεχθεί την υλοποίηση του καταλόγου των υπολοίπων μνημονιακών μέτρων, ισοδυναμούσε στην ουσία με την αποδοχή της άποψης, ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση του προγράμματος, αντί να ωφελήσει, βλάπτει την ελληνική οικονομία.

Προσχωρώντας σ’αυτήν, κατά τα άλλα σωστή άποψη, συντάχθηκε κυριολεκτικά με την απαίτηση για αλλαγή εδώ και τώρα του μείγματος οικονομικής πολιτικής, της οποίας όμως ο αυθεντικός και κύριος εκφραστής ήταν η τότε αξιωματική αντιπολίτευση και τώρα κυβέρνηση.

Η νέα κυβέρνηση με τη συμφωνία της 20.2., που είχε και αδυναμίες, κατόρθωσε να μετατοπίσει το βάρος από τα επαχθεί για την κοινωνία και αδιέξοδα για την οικονομία υφεσιακά μέτρα, σε μια δέσμη δομικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες ούτως ή άλλως έχει ανάγκη η χώρα για να προχωρήσει στο δρόμο μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Στην πράξη αποδείχτηκε, ότι οι πιστωτές μας, κυρίως η γερμανική πλευρά, δεν ήσαν ώριμοι για να αποδεχτούν στην πράξη μια τέτοια μετακίνηση στην έως τώρα ασκούμενη πολιτική σε χώρες που βρίσκονταν σε πρόγραμμα. Έτσι, αυθαίρετα, ονομάζοντας μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής σε μεταρρυθμίσεις, απαιτούσαν στην ουσία την ολοκλήρωση του μνημονικού προγράμματος.

Για να μετριαστεί η παράλογη και τιμωρητική αυτή απαίτηση, η ελληνική κυβέρνηση αμύνθηκε σθεναρά, με αποτέλεσμα να υπάρξει αποδοχή ενός πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015 αντί του 3% επί του ΑΕΠ στο 1%, με κλιμάκωση στο 2,5 και 3,5% για τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα διεξάγεται και μια διαπραγμάτευση ως προς το περιεχόμενο των μέτρων, τα οποία η ελληνική πλευρά επιθυμεί να έχουν αναδιανεμητικό χαρακτήρα και να μην επιβαρύνουν τις ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού. Τέσσερις μήνες μετά, αφού προηγήθηκαν σκληρές διαπραγματεύσεις, φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα συμφωνία με τους εταίρους-δανειστές. Βλέπουμε φως στο τούνελ.

Σημαντικό ρόλο στη σύγκλιση των απόψεων χωρίς αμφιβολία είχε η διάθεση της ελληνικής πλευράς να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό, ενώ από την άλλη η δεδηλωμένη βούληση των επίσημων φορέων της ευρωπαϊκής πολιτικής, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει στο Ευρώ.

Με τη μεσολάβηση του κ. Γιούνκερ, την απόφαση της κ Μέρκελ να πάρει πάνω της τη διαπραγμάτευση από γερμανικής πλευράς, παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματός της, αλλά και τις άοκνες προσπάθειες του Έλληνα Πρωθυπουργού κ. Τσίπρα, αποφύγαμε το μοιραίο.

Η κ. Μέρκελ βρήκε τελικά στηρίγματα στους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι αν και κάπως αργά αντιλήφθηκαν, ότι το πρόβλημα της Ευρώπης δε λύνεται με τη θρησκευτική προσήλωση σε κανόνες και παραγράφους συμβάσεων, αλλά στην πολιτική εμβάθυνση του ευρωπαϊκού χώρου.

Για τη χώρα μας η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι αδιαπραγμάτευτη, στο πλαίσιο πάντα μιας ισότιμης και αξιοπρεπούς συμμετοχής, σύμφωνα με τις Συνθήκες. Για το λόγο αυτό η αναμενόμενη συμφωνία θα πρέπει να περιέχει, εκτός από την εμφάνιση χαμηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και μια ικανοποιητική αναδιάρθρωση του χρέους, που να απαιτεί λιγότερα κεφάλαια για την εξυπηρέτησή του, καθώς και την προώθηση ενός επενδυτικού σχεδίου μεγάλης κλίμακας που έχει ανάγκη η χώρα, από κεφάλαια μάλιστα που ήδη διατίθενται σε άλλες χώρες για τον ίδιο σκοπό.

Ταυτόχρονα πρέπει να ξεκινήσει μια μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που να ανατρέψει τις μέχρι τώρα επιχειρηματικές και άλλες πρακτικές, απελευθερώνοντας νέες, υγιείς δυνάμεις που είναι ικανές να συμβάλλουν στην υλοποίηση ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της οικονομίας, οι οποίες στο παρελθόν ήσαν αποκλεισμένες. Για να μπορέσουν όμως να λειτουργήσουν και να αποδώσουν, θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα φιλικό επενδυτικό περιβάλλον, το οποίο μόνο με βαθιές δομικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στη φορολογία, στη δικαιοσύνη κ.α. μπορεί να εγκατασταθεί.