Στους πιο ελκυστικούς προορισμούς όσον αφορά τις επενδύσεις στον τουρισμό περιλαμβάνεται η Ελλάδα για την περίοδο 2019/ 2020, καταταλαμβάνοντας την 11η θέση παγκοσμίως.

Με βάση τη λίστα του fDi, για τους «Τουριστικούς προορισμούς του μέλλοντος για την περίοδο 2019/ 2020», στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ταϋλάνδη, η οποία συνεχίζει να αποτελεί τη μεγαλύτερη τουριστική οικονομία στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας όσον αφορά την συμβολή του κλάδου στην τοπική οικονομία. Στην Ευρώπη, η πλέον ανερχόμενη αγορά είναι αυτή της Πορτογαλίας, η οποία καταλαμβάνει την τρίτη θέση, μετά το Μακάου που βρίσκεται στη δεύτερη θέση.

Η λίστα τoυ fDi με τους τουριστικούς προορισμούς του μέλλοντος, από το τμήμα fDi Ιntelligence των Financial Times συγκεντρώνει στοιχεία από 51 αγορές σε όλο τον κόσμο, λαμβάνοντας υπόψη τις χώρες όπου ο τουρισμός αποτελεί βασικό μοχλό των τοπικών οικονομιών, με μία από τις ενδεικτικές παραμέτρους να αποτελεί και το γεγονός ότι τουλάχιστον το 10% του ΑΕΠ να προέρχεται από τις τουριστικές εισπράξεις, πέραν φυσικά του υψηλού ποσοστού των τουριστικών επενδύσεων επί του συνόλου των επενδυόμενων κεφαλαίων. Στατιστικά στοιχεία για την κατάρτιση της λίστας παρέχει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος συνεργάζεται με το fDi Intelligence.

Ειδικά για τις ευρωπαϊκές αγορές, πέραν της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, στην 20άδα βρίσκεται επίσης το Μαυροβούνιο (στην 5η θέση), η Ισλανδία (8η), η Κύπρος (9η), η Κροατία (17η) και η Γεωργία (20η). Για την Ελλάδα, η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο ΑΕΠ της Ελλάδας βαίνει αυξανόμενη την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας, σύμφωνα με την τελευταία ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, από 4,3% το 2010 σε 8,7% το 2018, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της ευρωζώνης για το 2018 είναι 2,5%.

«Επίσης, ο τουριστικός τομέας αποτελεί τον κυριότερο πόλο προσέλκυσης επενδύσεων και ως εκ τούτου συμβάλλει και με τον τρόπο αυτό στην ανάπτυξη της χώρας. Η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας την τελευταία δεκαετία έχει φέρει την Ελλάδα στο επίκεντρο των κυριότερων ευρωπαϊκών και παγκόσμιων τουριστικών προορισμών, με τις προοπτικές της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας να εμφανίζονται πολύ ενθαρρυντικές», αναφέρει η ΤτΕ εκτιμώντας ότι εφόσον η τάση για αύξηση της Μέσης Δαπάνης ανά Ταξίδι που έχει διαφανεί μέσα στο 2019, παράλληλα με τη διατήρηση του ρυθμού ανόδου των αφίξεων, τα έσοδα από τον τουρισμό αναμένεται να είναι αυξημένα τόσο το 2019 όσο και το 2020. «Επομένως, θα πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση στην περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την καινοτομία με σκοπό την προσέλκυση τουριστών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου».

Oσον αφορά την Ταϋλάνδη, που έχει την πρωτιά παγκοσμίως, οι ρυθμοί ανάπτυξης του τουρισμού στη χώρα ξεπερνούν τους ρυθμούς της οικονομίας συνολικά, φθάνοντας το 6% έναντι 4,4%, με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ταξιδίων και Τουρισμού (World Travel and Tourism Council -WTTC), ενώ σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ταϋλάνδη υποδέχεται πάνω από 35 εκατ. τουρίστες, αριθμός που έχει αυξηθεί με μέσο ρυθμό 7,6% για την περίοδο 2013- 2017.

Στη δεύτερη θέση βρίσκεται το Μακάου, έχοντας ανέβει 13 θέσεις σε σχέση με την αντίστοιχη μελέτη 2017/ 2018, προσφέροντας «ένα μίγμα τουριστικών εμπειριών ξεκινώντας από σημαντικά, πολιτιστικά μνημεία της Unesco, μέχρι πολλαπλές επιλογές ψυχαγωγίας με καζίνο και έντονη νυχτερινή ζωή, γεγονός που καθιστά την ευρύτερη περιοχή ‘’hotspot’’ για επενδυτές στον τουρισμό. «Ενδεικτικά η Wynn Macau, θυγατρική της αμερικανικής Wynn Resorts θα επενδύσει 2 δισ. δολάρια για την επέκταση του Crystal Pavilion Hotel στην περιοχή Cotai έως το 2024», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στη μελέτη του fDi.

Η Πορτογαλία, ακολουθεί από το 2017 το 10ετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης με στόχο την άνοδο σε επίπεδο εσόδων, θέσεων απασχόλησης και επενδύσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στον τουριστικό κλάδο. Ο κλάδος των ταξιδίων και του τουρισμού στη χώρα κινήθηκε με ρυθμούς ανόδου της τάξεως του 8,1% το 2018, κατατάσσοντας τη χώρα στους «πρωταθλητές» πανευρωπαϊκά, την ίδια στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν 3,1%.