Οι διατροφικές συνήθειες λειτουργούν ως «καθρέφτης» όχι πάντα της κουλτούρας, αλλά των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν σε μια κοινωνία. Η κρίση έχει φέρει τα πάνω – κάτω στη διατροφή των Ελλήνων καταναλωτών, οι οποίοι από το κρέας, το ψάρι, τα αβγά και το γάλα δείχνουν να στρέφονται στα φρούτα και τα λαχανικά κι αυτό όχι βέβαια από οικολογική συνείδηση ή επιθυμία για υγιεινή διατροφή, αλλά από ανάγκη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ) για τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, η ανάγκη για περιστολή δαπανών για τρόφιμα, αλλά και η ραγδαία υποχώρηση της κατανάλωσης μη σπιτικού φαγητού, έχουν φέρει το ψωμί, τα λαχανικά και τα φρούτα σε περίοπτη θέση στο τραπέζι των καταναλωτών. Αντίθετα, τα κόκκινα κρέατα, τα ψάρια, οι τηγανητές πατάτες και τα αναψυκτικά έχουν περιοριστεί σε μία φορά την εβδομάδα, ενώ τα γλυκά, τα όσπρια, τα ζυμαρικά, το κοτόπουλο, τα αυγά και το γάλα καταναλώνονται ελάχιστες φορές την εβδομάδα. Τέλος, η κατανάλωση αρνιού και κατσικιού περιορίζεται σε μία φορά τον μήνα.

Την ίδια ώρα, ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας Διατροφής στις 16 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών στην ΕΕ, ένα στα επτά άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω τρώει τουλάχιστον 5 μερίδες φρούτων και λαχανικών καθημερινά, ενώ ένας στους τρεις δεν τρώει κανένα από τα δύο είδη σε καθημερινή βάση.

Η καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις από κράτος σε κράτος. Το 65,1% στη Ρουμανία δεν τρώει καθόλου ή τρώει ελάχιστα φρούτα και λαχανικά καθημερινά. Το αντίστοιχο ποσοστό στο Βέλγιο φθάνει μόλις στο 16,5%.

eu111

Από την άλλη, η Μεγάλη Βρετανία αναδεικνύεται πρώτη δύναμη στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Το 33,1% καταναλώνει πάνω από 5 μερίδες καθημερινά, έναντι 3,5% στη Ρουμανία και 4,4% στη Βουλγαρία.

euaa

eubb

Η Ελλάδα στην εν λόγω κατάταξη έχει την έκτη θέση από το τέλος, με περίπου το 8% να καταναλώνει πάνω από 5 μερίδες ημερησίως. Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι τα ανωτέρω στοιχεία αφορούν το 2014 κι από τότε τα ποσοστά, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, πιθανότατα έχουν αυξηθεί.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι μεταξύ των κρατών της ΕΕ, η μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ λιγότερο και περισσότερο μορφωμένων στην υψηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών παρατηρήθηκε το 2015 στο Ηνωμένο Βασίλειο (40,5% για τους μερφωμλενους έναντι 24,9% για τους λιγότερο μορφωμένους). Αντιθέτως, στην Ελλάδα, η σχετική απόκλιση ήταν σχεδόν μηδαμινή (0,9%).

wuuu

Βέβαια, τα στοιχεία της Eurostat εξετάζουν το ζήτημα της κατανάλωσης αυτών των τροφών από τη θετική σκοπιά: του υγιεινού τρόπου ζωής. Αντίθετα, η έρευνα του ΚΕΠΚΑ έγινε στη βάση των δυσμενέστερων οικονομικών συνθηκών για τα ελληνικά νοικοκυριά.

Για να επανέλθουμε σε αυτά, εντυπωσιακές είναι οι αλλαγές σε ό,τι αφορά την κατανάλωση φαγητού εκτός σπιτιού. Ειδικότερα, το 39,70% των ερωτηθέντων δήλωσε στην έρευνα του ΚΕΠΚΑ ότι δεν τρώει κανένα γεύμα εκτός σπιτιού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2011 ήταν 25,28%.

Επιπλέον, μειώθηκε το ποσοστό των καταναλωτών που γευματίζει μόνο μία φορά την εβδομάδα εκτός σπιτιού (από 37,60%, το 2011, σε 31%, το 2016). Το 24,2% δηλώνει ότι γευματίζει 2 – 4 φορές την εβδομάδα εκτός σπιτιού, έναντι 28,32% το 2011. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι αυξήθηκε σε 60,08% από 48,96% το 2011 όσων δεν τρώνε σε fast food, κάτι που αποδίδεται και στη μείωση των χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά και τους εφήβους.

Ως βασική αιτία για την αλλαγή στις διατροφικές συνήθειές τους το 2016 σε σχέση με το 2011, οι καταναλωτές αναφέρουν την υγεία (σε ποσοστό 48,45%). Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό, το 27,49% (έναντι 19,91% το 2011) θεωρεί βασική αιτία την οικονομική κατάσταση.

Άρδην έχουν αλλάξει και οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών, αφού το 49,52% δήλωσε ότι ψάχνει τα ίδια προϊόντα με χαμηλότερη τιμή σε άλλα καταστήματα, το 46,62% ψωνίζει με την ίδια συχνότητα, αλλά μόνο τα απαραίτητα, το 37,94% δήλωσε ότι στράφηκε σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

Τέλος, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, πολλοί από τους καταναλωτές, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες δαπάνες για την υγεία, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα όποια ζητήματα μέσω της καλύτερης διατροφής.