Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξετάζει να τροποποιήσει τον βασικό της στόχο πολιτικής, καθώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία του κοροναϊού.

Από το 2003, βασικός στόχος της νομισματικής πολιτκής της ΕΚΤ είναι ένα επίπεδο πληθωρισμού «κάτω από, αλλά κοντά στο 2%» σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για σημαντικές αυξήσεις στις τιμές καταναλωτή.

Σήμερα όμως το περιβάλλον είναι διαφορετικό: Η ΕΚΤ ανησυχεί για το αντίθετο – την πολύ αργή τάση αύξησης των τιμών, τον αποπληθωρισμό. Για το λόγο αυτό, η αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ που είναι ήδη σε εξέλιξη στη Φρανκφούρτη θα μπορούσε να διατυπώσει σε νέο στόχο πληθωρισμού.

Σήμερα η επικεφαλής του Ευρωσυστήματος υπαινίχθηκε ακριβώς αυτό: «Στο τρέχον περιβάλλον χαμηλότερου πληθωρισμού, οι ανησυχίες που αντιμετωπίζουμε είναι διαφορετικές (από το 2003) και αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζεται στον στόχο του πληθωρισμού», είπε σε σημερινή συνέντευξη η Κριστίν Λαγκάρντ.

Παρέπεμψε στην ευρύτερη συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να θέσουν ψηλότερους στόχους για τον πληθωρισμό όταν έχει περάσει μια μεγάλη περίοδος με τον πληθωρισμό σημαντικά κάτω του εκπεφρασμένου στόχου.

«Εάν είναι αξιόπιστη, μια τέτοια στρατηγική μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα της νομισματικής πολιτικής να σταθεροποιεί την οικονομία όταν αντιμετωπίζει το κατώτατο όριο», δήλωσε η Λαγκάρντ.

«Αν και αυτές οι στρατηγικές «αναπλήρωσης» μπορεί να είναι λιγότερο επιτυχημένες όταν οι άνθρωποι δεν είναι απολύτως ορθολογικοί στις αποφάσεις τους – κάτι που είναι πιθανό στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε – θα μπορούσε να εξεταστεί η χρησιμότητα μιας τέτοιας προσέγγισης».

Ο ετήσιος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ ήταν κατά μέσο όρο 2,3% από το 1999 έως το 2008, μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Από το 2008, ο πληθωρισμός ήταν κατά μέσο όρο 1,2% έως το τέλος του 2019, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ. Η επισκόπηση στρατηγικής της ΕΚΤ μελετά πώς να προσαρμόσει την πολιτική της στην τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα.

Καν΄το όπως η Fed

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει εκφράσει ανάλογες εκτιμήσεις στα τέλη Αυγούστου: ανέφερε ότι θα επιτρέψει στον πληθωρισμό να υπερβεί τον στόχο του 2% για «κάποιο χρονικό διάστημα».

Αυτό σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα θα είναι λιγότερο πιθανό να αυξήσει τα επιτόκια – μια κίνηση που έχει μεγάλες επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αλλά και τον καθημερινό καταναλωτή.

«Πολλοί το θεωρούν κόντρα ρόλο το να θέλει η Fed να αυξήσει τον πληθωρισμό», δήλωσε ο πρόεδρος της Fed, Τζέρομ Πάουελ, τότε. «Ωστόσο, ένας πληθωρισμός που παραμένει επίμονα υπερβολικά χαμηλός μπορεί να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία», πρόσθεσε.

Ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός προκαλεί επίσης ανησυχία στους ευρωπαίους αξιωματούχους.

Μιλώντας σε επιτροπή της ευρωβουλής τη Δευτέρα, η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι τα αναμενόμενα στοιχεία για την οικονομία θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε περαιτέρω αποπληθωρισμό – αν ο ρυθμός αύξησης των τιμών περάσει σε αρνητική επικράτεια, πράγμα που σημαίνει ότι οι τιμές πέφτουν παρά αυξάνονται – κάτι που οδηγεί σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, της απασχολησης και της ανάπτυξης.

Ο ρυθμός μεταβολής του πληθωρισμού για τον Αύγουστο έχει πέσει στο -0,2%, από 0,4% τον Ιούλιο.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες παρακολουθούν στενά τον αποπληθωρισμό καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική κρίση. Σε μια υγιή οικονομία, οι τιμές τείνουν να αυξάνονται με σταδιακό ρυθμό και όχι να πέφτουν, στερώντας το κίνητρο για παραγωγή και φρενάροντας την ανάκαμψη.

Η ευρωζώνη φέτος είναι σε τροχιά ετήσιας συρρίκνωση 8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ.

Η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορανοϊού έπληξε την Ευρωζώνη, με πολλούς κλάδους να έχουν πλέον επιχειρήσεις που πασχίζουν να διατηρηθούν ζωντανές.

Παρά την ανάκαμψη της δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη το τελευταίο τρίμηνο του έτους, καθώς πολλές χώρες έχουν ανακοινώσει εκ νέου περιορισμούς στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα για να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού.

«Το πραγματικό ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ δεν αναμένεται να ανακάμψει στα επίπεδα πριν από την κρίση πριν τα τέλη του 2022», είπε η Λαγκάρντ τη Δευτέρα.

«Η δύναμη της ανάκαμψης παραμένει, ωστόσο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της πανδημίας Covid-19 και την επιτυχία των πολιτικών για τον περιορισμό της εξάπλωσής της», πρόσθεσε.