Σε «Β+» από «Β» αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο οίκος αξιολόγησης S&P Ratings, στον απόηχο της συμφωνίας του Eurogroup.

Η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα επιβεβαιώθηκε σε «Β», ωστόσο οι προοπτικές (outlook) υποβαθμίστηκαν σε σταθερές, από θετικές.

Όπως επισημαίνει ο οίκος, οι πιστωτές ενέκριναν τη δημιουργία αποθεματικού ρευστότητας και πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης χρέους πριν τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, γεγονός που μειώνει σημαντικά τους κινδύνους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους κατά τα επόμενα δύο χρόνια. 

Πως προέκυψε η αναβάθμιση

Όπως εξηγεί ο οίκος, το ισχυρό μαξιλάρι ρευστότητας και η επιμήκυνση δανείων που «κέρδισαν» η Ελλάδα από το Eurogroup έχουν ενισχύσει το βελτιωμένο προφίλ χρέους της Ελλάδας. Παράλληλα καταγράφεται πρόοδος από τις τράπεζες στο θέμα της μείωσης των κόκκινων δανείων, εξέλιξη που στηρίζει τις οικονομικές συνθήκες και συμβάλλει στην τόνωση της ανάπτυξης.

Η ανακοίνωση:

«Στις 22 Ιουνίου του 2018, το Eurogroup ενέκρινε τη δημιουργία ενός σημαντικού μαξιλαριού ρευστότητας για την Ελλάδα ενόψει της αποχώρησης της Ελλάδας από το τελευταίο πρόγραμμα προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018. Η τελική εκταμίευση του προγράμματος, στα 15 δισ. ευρώ, θα αυξήσει το συνολικό μαξιλάρι ρευστότητας της Ελλάδας στα 24 δισ. ευρώ (περίπου το 13% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2018). Δεδομένης της εκτίμησής μας ότι τα δημόσια οικονομικά θα παραμείνουν ισορροπημένα, αναμένουμε ότι το μαξιλάρι ρευστότητας θα καλύψει πλήρως την εξόφληση του ελληνικού δημόσιου χρέους μέχρι το 2021 και θα καλύψει εν μέρει και τις αποπληρωμές του 2022» σημειώνει η S&P.

«Κατά την εκτίμηση μας, το μαξιλάρι ρευστότητας μειώνει σημαντικά τα ρίσκα χρηματοδότησης για την κυβέρνηση και αυξάνει την δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές σε πιο ευνοϊκούς όρους για τον κρατικό και τον τραπεζικό τομέα» προσθέτει ο οίκος.

Όσον αφορά τα επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η S&P επισημαίνει ότι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων μέτρα για την επιμήκυνση της ωρίμανσης του χρέους μέσω αναβολής πληρωμής των τόκων και της απόσβεσης των δανείων του EFSF.

Η S&P τονίζει επίσης πως οι όροι που συνοδεύουν τη χρήση του μαξιλαριού ρευστότητας, μαζί με την εποπτεία του προγράμματος, θα αποτρέψουν την κατάργηση των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και θα αποτελέσει στήριγμα για την διενέργεια επιπρόσθετων μεταρρυθμίσεων. Το τελευταίο θα είναι εξαιρετικά σημαντικό για την αποκατάσταση της οικονομικής υγείας και της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα, καθώς και για την προσέλκυση ξένων κεφαλαιακών ροών για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.

Γιατί υποβάθμισε το outlook

Όσο για την υποβάθμιση του outlook, ο οίκος εξηγεί πως οι σταθερές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την ισορροπία των κινδύνων για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Το ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο χρέος παραμένουν υψηλά και το ιστορικό των ελληνικών αρχών στην προσέλκυση επενδύσεων είναι αδύναμο, τονίζει  η S&P.

Μετά την Ιαπωνία, η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο δείκτη ακαθάριστου χρέους προς το ΑΕΠ. 

«Η ιστορία πολιτικής αβεβαιότητας και πελατειακής πολιτικής της Ελλάδας έχει, επίσης, βαρύνει την πιστοληπτική της ικανότητα παρατείνοντας την οικονομική αδυναμία και αβεβαιότητα, αποτρέποντας τις εισροές ξένου κεφαλαίου και προκαλώντας σημαντικές εκροές καταθέσεων από τον τραπεζικό τομέα, μια διαδικασία που εντάθηκε τον Ιούνιο-Αύγουστο του 2015.

Με την απώλεια της χρηματοδότησης, ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Ελλάδας παραμένει σήμερα εξαρτώμενος από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι μελλοντικές προοπτικές για τις τράπεζες της Ελλάδας και η ικανότητά τους να βελτιώνουν τα δάνεια τους εξαρτώνται επίσης από επιπρόσθετες ενέργειες για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα», καταλήγει ο οίκος.

Ο οίκος ενδέχεται να αναβαθμίσει εκ νέου τις αξιολογήσεις σε περίπτωση που ενισχυθεί η προβλεψιμότητα των πολιτικών, αυξηθούν οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις και συρρικνωθούν περαιτέρω τα NPLs.

Ωστόσο προειδοποιεί πως σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων, μη μη συνέχειας της δημοσιονομικής εξυγίανσης ή σε περίπτωση αδύναμης οικονομικής ανάπτυξη θα υπάρξει υποβάθμιση.