Η Siemens κέρδισε τη δικαστική μάχη στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τη «συμφωνία συμβιβασμού» που είχε υπογράψει με το Ελληνικό Δημόσιο, παρά την αντίθετη θέση που είχε εκφράσει το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, επιβαρύνοντας έτσι -κατά τους προσφεύγοντας στο δικαστήριο- τους ¨Έλληνες πολίτες με τουλάχιστον 2 δις ευρώ, ενώ το μόνο που διασώζει το κύρος της Δικαιοσύνης είναι η άποψη της μειοψηφίας, όπως έλεγαν νομικοί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κλήθηκε να αποφανθεί για την συνταγματικότητα και τη νομιμότητα της «συμφωνία συμβιβασμού» που ολοκληρώθηκε το 2012, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρειών Siemens A.G. και Siemens Α.Ε. μετά το θόρυβο των σκανδάλων με τις μίζες, κ.λπ.

Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ κλήθηκε εν όψει της μείζονος σπουδαιότητας των ζητημάτων που είχαν ανακύψει, να κρίνει την συνταγματικότητα ή μη των διατάξεων του νόμου 4072/2012 που αφορά το περιεχόμενο της «συμφωνία συμβιβασμού» μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Siemens.
Προηγούμενα, δηλαδή δύο χρόνια πριν, το Δ΄ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με πρόεδρο την Ειρήνη Σάρπ και εισηγητή τον πάρεδρο Νίκο Μαρκόπουλο (απόφαση 3930/2015) είχε κρίνει ότι η Siemens από τις δεσμεύσεις που αποδέχθηκε με την υπογραφή της «συμφωνίας συμβιβασμού», δεν είχε υλοποιήσει τους όρους που αφορούν τις επενδύσεις της Γερμανικής εταιρείας στην Ελλάδα και την παροχή 90 εκ. ευρώ για «υποστήριξη φορέων και δραστηριοτήτων της Ελληνικής Δημοκρατίας».

Επίσης, το Δ΄ Τμήμα είχε κρίνει ότι ο τότε υπουργός Οικονομικών Ιωάννης Στουρνάρας, μετά την ψήφιση από την Βουλή του νόμου 4072/2012, δεν μπορούσε («δεν διέθετε ευχέρεια») να μην υπογράψει την επίμαχη «συμφωνία συμβιβασμού», αλλά ούτε είχε την δυνατότητα να τροποποιήσει τους όρους της «μονομερώς ή συμβατικώς».

Μάλιστα, οι σύμβουλοι του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ είχαν αποφανθεί ότι οι προσφεύγοντες στο εν λόγω δικαστήριο (4 ‘Έλληνες φορολογούμενοι και το μη κερδοσκοπικό Σωματείο «Έλληνες Φορολογούμενοι») είχαν έννομο συμφέρον να προσφύγουν στην Δικαιοσύνη και να αμφισβητήσουν την συνταγματικότητα και την νομιμότητα της «συμφωνίας συμβιβασμού».
Απόφαση Ολομέλειας.

Παρ΄ όλα αυτά, η Ολομέλεια του ΣτΕ με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνο Κουσούλη δημοσίευσαν σήμερα την υπ΄ αριθμ. 2913/2017 απόφασή της με την οποία απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης των προσφευγόντων.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι τόσο το σωματείο όσο και οι φορολογούμενοι δεν απέδειξαν το έννομο συμφέρον τους, καθώς δεν είναι εν στενή εννοία φορολογικό θέμα, αλλά ούτε αρκεί απλώς η επίκληση της ιδιότητας του φορολογούμενου.

Εξάλλου, υπογραμμίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, η Πολιτεία έχει την δυνατότητα της ποινικής αξίωσης από την Siemens για το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Αναγκαίο είναι να επισημανθεί ότι το εν λόγω Σωματείο και οι φορολογούμενοι, υποστηρίζουν ότι οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν για την επίμαχη «συμφωνία συμβιβασμού» οδήγησαν «σε απώλεια του Ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον 2 δις ευρώ».
Μειοψηφία.

Ο εισηγητής της υπόθεσης Κωνσταντίνος Κουσούλης, εξέφρασε την εντελώς αντίθετη άποψη από τους συναδέλφους του και συμπληρώθηκαν οι θέσεις του από τις συμβούλους Επικρατείας Αναστασία Παπαδημητρίου και Όλγα Παπαδοπούλου.

Ούτε λίγο ούτε πολύ οι τρεις σύμβουλοι εξέθεσαν την πραγματική κατάσταση στην ιστορία της Siemens και δεν έκρυψαν τα λόγια τους ότι στο εσωτερικό της εν λόγω εταιρείας είχε δημιουργηθεί εγκληματική οργάνωση, ότι δεν έχει εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της, αλλά και ότι το Ελληνικό Δημόσιο συγκάλυψε με την επίμαχη συμφωνία παράνομες ενέργειες όπως είναι το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, κ.λπ.

Ο κ. Κουσούλης στην εκτενέστατη μειοψηφική θέση του κάνει κατ΄ αρχάς μια αναδρομή στην εισαγγελική και δικαστική πορεία της Siemens που ξεκινάει από την έρευνα της Εισαγγελίας του Μονάχου το 2006 και φτάνει στις μέρες μας.

Κάνοντας αναφορά ο κ. Κουσούλης στο πόρισμα της εξεταστικής επιτροπή της Βουλής αναφέρει ότι η εν λόγω εταιρεία είχε δημιουργήσει και εφάρμοζε επί δεκαετίες σύστημα δωροδοκίας κρατικών αξιωματούχων, πολιτικών προσώπων και κομμάτων, προκειμένου να αυξηθεί η επιρροή της εταιρείας στην Ελληνική αγορά.

Το πόρισμα καταλήγει ότι η Siemens «είχε δημιουργήσει ιδιαίτερη οργανωτική δομή (εγκληματική οργάνωση) που διέπραττε συστηματικά επί δεκαετίες δωροδοκίες στο σύνολο των δομών του Ελληνικού κράτους, αναφέρει ο κ. Κουσούλης και προσθέτει ότι το πόρισμα αναφέρει κατ΄ εκτίμηση ότι η ζημιά που προκλήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο «ανέρχεται κατά προσέγγιση στο ποσό των 2 δις ευρώ».

Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι σε ερώτημα του ΣτΕ προς την αρμόδια επιτροπή εποπτείας η Siemens από την παροχή των 90 εκ. ευρώ που προβλέπει «συμφωνίας συμβιβασμού» έχει καταβάλλει μόνο τα 19,1 εκ. ευρώ, ενώ οι επενδύσεις των 60 εκ. ευρώ δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

Σύμφωνα με την μειοψηφία η επίμαχη υπόθεση εμφανίζει «μείζονα σημασία για το δημόσιο συμφέρον» και τίθενται «σοβαρά ζητήματα τα οποία αφορούν τις συνταγματικές προϋποθέσεις συμβιβασμού του Ελληνικού Δημοσίου».

Οι κυρίες Αναστασία Παπαδημητρίου και Όλγα Παπαδοπούλου, κάνουν ένα ακόμη βήμα, επισημαίνοντας ότι με την «συμφωνία συμβιβασμού» η «Ελληνική Δημοκρατία παραιτείται από την άσκηση των αρμοδιοτήτων για την επιβολή κυρώσεων σε σχέση, μεταξύ των άλλων, και με άλλες παράνομες δραστηριότητες από την πλευρά της Siemens, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πράξεις αποβλέπουσες στην νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» (και πράξεις φοροδιαφυγής).

Φυσικά, η μειοψηφία υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν έννομο συμφέρον.

Διαβάστε το πλήρες ρεπορτάζ στο protothema.gr