του Αργύρη Παπαστάθη

Στο Υπερταμείο πέρασαν 14 ΔΕΚΟ με 40.000 εργαζόμενους. Οι διοικήσεις τους δεν θα διορίζονται πλέον από την κυβέρνηση αλλά θα αξιολογούνται και θα επιλέγονται από το Υπερταμείο στο οποίο οι Θεσμοί έχουν δικαίωμα «βέτο» (όπως και η ελληνική πλευρά) για όλες τις αποφάσεις μέσω του εποπτικού συμβουλίου.

Αναλυτικά στο Υπερταμείο μεταβιβάζονται από το Δημόσιο το 34% της ΔΕΗ (το 17% παραμένει στο το ΤΑΙΠΕΔ), το 50,3% της ΕΥΔΑΠ, το 51% της ΕΥΑΘ,τα ΕΛΤΑ, ο ΟΑΣΑ και οι θυγατρικές ΣΤΑΣΥ και ΟΣΥ, το 25% του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, ο Οργανισμός Κεντρικών Αγορών και Αλιείας, η Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης, η ΔΕΘ-HELEXPO, τα Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών (μειοψηφικό ποσοστό), οι Ελληνικές Αλυκές, η ΕΤΒΑ – ΒΙΠΕ, η Ανώνυμη Εταιρεία Διώρυγας Κορίνθου και το ΟΑΚΑ.

Εκτός βγήκαν τελικά η Αττικό Μετρό και οι Κτιριακές Υποδομές, ενώ ο ΟΣΕ και η ΕΛΒΟ αναμένεται να ενταχθούν σε επόμενη φάση. Για την ΕΑΒ θα προηγηθεί αξιολόγηση ώστε να διαπιστωθεί το αν πλήττεται η αμυντική ικανότητα της χώρας.

Τι λέει το Υπερταμείο

Όπως έγινε γνωστό από το υπερταμείο, σκοπός είναι να συγκεντρώσει κάτω από μια ενιαία δομή τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων συμμετοχών σε στρατηγικής σημασίας δημόσιες επιχειρήσεις, και να προωθήσει νέα πρότυπα, αξιοποιώντας όλες τις ευκαιρίες της σύγχρονης εποχής, που θα οδηγήσουν στην αναμόρφωση του πλαισίου διαχείρισης προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Οι παράγοντες του υπερταμείου προσέθεταν ότι οι στόχοι είναι υψηλοί και απαιτούν συλλογική προσπάθεια, διαφάνεια, αξιοκρατία, ανάληψη ευθύνης, μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό, εξωστρέφεια και ανοικτή επικοινωνία για να εδραιωθούν σχέσεις εμπιστοσύνης με τα στελέχη και τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ.

Ενώ, δηλώνουν πως στο τέλος αυτής της μακράς διαδρομής, και όταν σταδιακά θα έχουν υλοποιηθεί οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, θα υπάρξει συμβολή στην επιτυχία του μετασχηματισμού του πιο νευραλγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, των δημόσιων επιχειρήσεων που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία και είναι κομβικής σημασίας, προκειμένου η χώρα να μπορέσει να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και τον εθνικό της πλούτο.