Ένα γενικό μούδιασμα απλώθηκε στον κόσμο της οικονομίας, μετά τη δημοσιοποίηση της πρόβλεψης που έκανε ο οίκος Fitch για την ελληνική οικονομίας. Παρά το ότι πολλοί είναι αυτοί που δεν περίμεναν αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας -ενόσω ακόμα ισχύουν τα capital controls- ωστόσο ανέμεναν μια μεταβολή του outlook από ουδέτερο σε θετικό.

Έτσι, άλλοι μεν έσπευσαν να ετοιμαστούν για χαρές και πανηγύρια, άλλοι δε να υπογραμμίσουν ότι και επί των δικών τους ημερών (Αύγουστος 2018) ο οίκος αξιολόγησης είχε αναβαθμίσει και μάλιστα κατά δυο σκάλες την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα.

Κοντολογίς, μια πρόβλεψη ενός διεθνούς οίκου αξιολόγησης, που σε τέτοιες περιπτώσεις δίνει εξετάσεις αξιοπιστίας, θα μετατρεπόταν σε εφήμερο παιχνίδι εντυπώσεων, κάτι στο οποίο διαπρέπει το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο όλων των αποχρώσεων.

Οι οίκοι αξιολόγησης, όμως, κι εν προκειμένω η Fitch, δεν λειτουργούν με όρους εντυπώσεων. Αντίθετα, οι εκτιμήσεις τους έχουν αξία μόνον εάν ενταχθούν σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο της κυβέρνησης για την πορεία της οικονομίας. Το παράδειγμα της διπλής αναβάθμισης του 2018, η οποία δεν εντάχθηκε σε κανένα σχέδιο κυβερνητικό και συνεπώς πέραν των εντυπώσεων δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, διδάσκει πολλά.

Για το σήμερα, προκύπτουν ερωτήματα: Τώρα υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο; ποιο είναι αυτό; και πώς εντάσσεται σε αυτό η πρόβλεψη της Fitch;

Ασφαλώς υπάρχει κι είναι διατυπωμένο: Η Ελλάδα θέλει να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade) μέσα στο 2020, έτσι ώστε να μπει στον παγκόσμιο χάρτη των μεγάλων επενδύσεων μακροχρόνιας απόδοσης, που δημιουργούν πραγματική ανάπτυξη και βιώσιμες θέσεις εργασίας με ικανοποιητικές απολαβές.

Τα σημερινά δεδομένα

Στις 2 Αυγούστου η Fitch είχε μπροστά της τα εξής δεδομένα: Μια νέα κυβέρνηση με φιλοεπενδυτική διάθεση, αλλά που ακόμα δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο να δείξει στην πράξη ότι εννοεί αυτά που λέει. Οι προγραμματικές εξαγγελίες Μητσοτάκη μπορεί για την κοινή γνώμη να είναι προάγγελος καταιγιστικών μεταρρυθμίσεων, αλλά για οίκους αξιολόγησης που οι προβλέψεις τους επηρεάζουν καθοριστικά τις διεθνείς αγορές, είναι ακόμα “εξαγγελίες”.

Άλλο ζήτημα: Το «ξεφόρτωμα» των ελληνικών τραπεζών από τα NPEs για την κοινή γνώμη στην Ελλάδα είναι παράγων ανησυχίας για επικείμενους πλειστηριασμούς αλλά και σημάδι αισιοδοξίας ότι θα ξαναρχίσει να λειτουργεί στη χώρα μας το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από την άλλη, οίκοι όπως η Fitch, απλώς εξετάζουν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των τραπεζών. Κι η σημερινή εικόνα, δεν δικαιολογεί αναβάθμιση.

Άλλο ζήτημα: Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος το έχει ζητήσει: Είναι ώρα, πλέον, να προχωρήσουμε στην πλήρη κατάργηση των capital controls. Αυτό γεμίζει αισιοδοξία τους Έλληνες πολίτες, υπό την έννοια ότι και σε αυτό το θέμα η οικονομία επανέρχεται στην κανονικότητα. Αντίθετα για τη Fitch, τα capital controls βρίσκονται ακόμα σε ισχύ, έστω περιορισμένη, στην Ελλάδα. Άρα, πώς συζητά κανείς για αναβάθμιση; Με αυτά σε ισχύ έγινε η διπλή αναβάθμιση του Αυγούστου 2018, όταν η οικονομία έπαψε να ανήκει στην κατηγορία “junk” και αναβαθμίστηκε σε BB-, βαθμολόγηση που είναι η υψηλότερη όλων των οίκων αξιολόγησης. Αυτό, δικαίως, θεωρείται προς το παρόν αρκετό.

Απομακρύνεται η επενδυτική βαθμίδα;

Όχι. Η Fitch έχει δείξει ότι πείθεται δύσκολα για να προχωρήσει σε αναβαθμίσεις, αλλά όταν το αποφασίσει δεν διστάζει να ανέβει ακόμα και δυο σκάλες. Επίσης έχει το πλεονέκτημα ότι η εκ μέρους της αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητα της Ελλάδας βρίσκεται μόλις τρεις βαθμίδες μακριά από την επενδυτική (σε αντίθεση λχ με τη Moody’s που βρίσκεται τέσσερις), ενώ αναμένεται να προχωρήσει σε αναβάθμιση τον προσεχή Ιανουάριο. Εάν αυτή είναι μια βαθμίδα, τότε η χώρα φτάνει δυο βαθμίδες πριν την επενδυτική. Αντίθετα αν η αναβάθμιση “τρέξει” πιο επιθετικά, όπως έγινε τον Αύγουστο του 2018, τότε θα απέχουμε μόλις μια βαθμίδα από την επενδυτική, απόσταση που μπορεί να καλυφθεί εντός του 2020, επιτυγχάνοντας το σχεδιασμό της κυβέρνησης.

Κυβερνητικοί παράγοντες πρόσθεταν ότι μια πιθανή “γρήγορη” βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας, μόλις τρεις εβδομάδες μετά τις γενικές εκλογές της 7ης Ιουλίου, δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί -με όρους της διεθνούς οικονομίας κι όχι της πολιτικής εντυπώσεων που επικρατεί στην εγχώρια πολιτική- σε επιτεύγματα της νέας κυβέρνησης. Αντίθετα, μια επιθετική αναβάθμιση τον Ιανουάριο αναντίρρητα θα πιστωθεί στις πολιτικές του πρώτου εξαμήνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ως τότε, η ελληνική οικονομία θα έχει να επιδείξει τα πρώτα απτά αποτελέσματα των πολιτικών της νέας κυβέρνησης, ενώ μετά την επιτυχή έκδοση του επταετούς ομολόγου θα έχει υπάρξει και νέα έξοδος στις αγορές, σε ένα περιβάλλον πρωτοφανώς υψηλού ενδιαφέροντος για τα ελληνικά ομόλογα, εξέλιξη την οποία επίσης δεν μπορεί να παραγνωρίσει η Fitch.

Τελικά, στο χρονικό ορίζοντα των 18 μηνών που έχει θέσει η κυβέρνηση για την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα, η προχθεσινή συντηρητική πρόβλεψη της Fitch δεν επιφέρει καμία σημαντική βλάβη. Ασφαλώς δεν κάνει την προσπάθεια της κυβέρνησης ευκολότερη, αλλά ούτε την υπονομεύει. Τα σημαντικά σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις της Fitch, μετατίθενται για τον προσεχή Ιανουάριο.