Τον δρόμο για να εγκριθεί η εκταμίευση 767 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων στο Eurogroup της 4ης Δεκεμβρίου ανοίγει η 4η έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η έκθεση επικροτεί τη μεταρρυθμιστική δυναμική της κυβέρνησης και επικαιροποιεί την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) που είχε γίνει στις αρχές του έτους, αναγνωρίζοντας την πολύ μεγάλη βελτίωση που έχει επιτευχθεί στο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους τους τελευταίους μήνες.

Στο ευνοϊκό σενάριο που περιλαμβάνει το DSA, το δημόσιο χρέος αγγίζει το 60% του ΑΕΠ, δηλαδή το όριο του Μάαστριχτ, το 2055. Ωστόσο, στο βασικό σενάριο παραμένει πάνω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2041 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κινούνται περί το 10% του ΑΕΠ έως το 2032, για να αυξηθούν σταδιακά στη συνέχεια αλλά να παραμείνουν κοντά στο 14% του ΑΕΠ στο τέλος του ορίζοντα των προβλέψεων (2060).

«Η Ελλάδα έχει κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να πετύχει συγκεκριμένες δεσμεύσεις επί των μεταρρυθμίσεων για τα μέσα του 2019. Περαιτέρω δράσεις θα είναι καθοριστικές για την ολοκλήρωση και όπου είναι απαραίτητο για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων», αποφαίνονται οι τεχνοκράτες της Κομισιόν.

Η έκθεση επαναλαμβάνει την πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,8% φέτος και 2,3% το 2020, καθώς και για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,8% του ΑΕΠ φέτος και 3,5% το επόμενο έτος.

Τα πορίσματα της έκθεσης θα συζητηθούν στην Ευρωομάδα στις 4 Δεκεμβρίου 2019, στη βάση των οποίων θα εξεταστεί και η ενεργοποίηση της επόμενης δέσμης μέτρων ελάφρυνσης του χρέους με την επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα (ANFA και SMP).

Παράλληλα, η Κομισιόν υιοθέτησε σήμερα τις γνώμες για τα προσχέδια των προϋπολογισμών όλων των κρατών μελών της ευρωζώνης. Εκτός από την Ελλάδα, με τους κανόνες της ΕΕ για το έλλειμμα και το χρέος συμμορφώνονται πλήρως οι προϋπολογισμοί της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, της Κύπρου, της Λιθουανίας, του Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας.

Όπως δήλωσε ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την Ένωση Κεφαλαιαγορών: «Καθώς οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης επηρεάζονται αρνητικά από αυξανόμενους κινδύνους, είναι καθησυχαστικό που χώρες της ευρωζώνης όπως η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες χρησιμοποιούν το δημοσιονομικό περιθώριο για να στηρίξουν τις επενδύσεις. Ωστόσο, οι χώρες αυτές έχουν τη δυνατότητα να κάνουν περισσότερα. Από την άλλη πλευρά, κράτη μέλη με πολύ υψηλά επίπεδα χρέους —όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία— θα πρέπει να αξιοποιήσουν τις μειωμένες δαπάνες για τόκους για να μειώσουν το χρέος τους. Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητά τους.»

Από την πλευρά του, ο Πιερ Μοσκοβισί, Επίτροπος αρμόδιος για τις οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις, τη φορολογία και τα τελωνεία, δήλωσε σχετικά: «Κατά την τελευταία πενταετία, η παρούσα Επιτροπή αξιολόγησε προσεκτικά τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων των κρατών μελών της ευρωζώνης. Με τις φετινές γνώμες, επιβεβαιώνουμε τη δέσμευσή μας για μια ευέλικτη, έξυπνη εφαρμογή των κοινών μας κανόνων, η οποία στηρίζεται στην επίγνωση της οικονομικής πραγματικότητας της κάθε χώρας και της ευρωζώνης στο σύνολό της. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή καλεί τις χώρες με υψηλό χρέος να εφαρμόσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει όσες διαθέτουν δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσουν τις επενδύσεις. Αυτή η διαφοροποιημένη προσέγγιση θα ενισχύσει τη ζώνη του ευρώ.»