Ο ΟΜΕΔ, ο οργανισμός που σύμφωνα με το νόμο είναι αρμόδιος να εκκινήσει τη διαδικασία για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού παραμένει ακέφαλος με αποτέλεσμα να «μπλοκάρει» επί του παρόντος η διαβούλευση που αναμενόταν να ξεκινήσει το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου.

Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου έχει λήξει και απαιτείται νομοθετική παρέμβαση για να παραταθεί για λίγους μήνες ακόμα. Από την άλλη πλευρά η ΓΣΕΕ που θα κληθεί να διαπραγματευτεί προφορικά με τους εργοδοτικούς φορείς  τελεί υπό προσωρινή διοίκηση εν αναμονή του εκλογοαπολογιστικού συνεδρίου τον Απρίλιο το οποίο είναι άγνωστο αν θα έχει αίσια κατάληξη με δεδομένο το κλίμα αντιπαράθεσης με το ΠΑΜΕ.

Το 2018 η ΓΣΕΕ αρνήθηκε να παραστεί στη διαβούλευση, αποστέλλοντας υπόμνημα με τις θέσεις της.
Εκτιμήσεις νομικών και οικονομικών κύκλων «βλέπουν» ότι ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στο πεδίο μεταξύ 676 και 682 ευρώ. Δηλαδή θα αυξηθεί από 26 έως 32 ευρώ το μήνα. Ωστόσο κυβερνητικοί κύκλοι δεν καλλιεργούν προσδοκίες ως προς μια πιθανή αύξηση του κατώτατου μισθού, επισημαίνοντας ότι η αύξηση του κατά 11% στα 650 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2019 ήταν υπερβολική για την αντοχή της ελληνικής οικονομίας.

Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ με πρωτοβουλία του προέδρου του Αλέξη Τσίπρα, καταθέτει πρόταση νόμου για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021. Προβλέπει επίσης επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022 και την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου.

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης «μετά την αύξηση κατά 11% το 2019 και την κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η δυναμική αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνεχιστεί. Τούτο συνιστά την ελάχιστη προϋπόθεση ώστε η οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται στη χώρα να μην αφορά τους ελάχιστους αλλά τους πολλούς. Η στάση της ΝΔ, με την υπαναχώρηση ακόμα και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για μία ανεπαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού, αποδεικνύει πόσο κενό περιεχομένου ήταν το σύνθημά της για «πολλές και καλές δουλειές». Από την πλευρά μας καταθέτουμε μια συγκεκριμένη και ρεαλιστική πρόταση με μέριμνα την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και καλούμε κάθε πολιτική δύναμη να αναλάβει τις ευθύνες της».

Μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου αναμένεται να ανοίξει ο φάκελος των αλλαγών στα εργασιακά με αιχμή την ΕΡΓΑΝΗ2. Από τις σημαντικές αλλαγές που θα προωθηθούν θα είναι η θέσπιση της ηλεκτρονικής κάρτα έναρξης και λήξης του ωραρίου εργασίας και του ψηφιακού ωραρίου για τους εργαζόμενους.

Όπως αναφέρει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πολύ πρόσφατα έκρινε ότι το ωράριο εργασίας πρέπει να υπολογίζεται με αντικειμενικό και αξιόπιστο τρόπο για καθέναν από τους εργαζόμενους, ώστε να επιτρέπεται η άσκηση των δικαιωμάτων τους και να διευκολύνονται αυτοί στα ελάχιστα επιτρεπτά όρια ανάπαυσης ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης. Το θέμα σε επίπεδο ευρωπαϊκής νομοθεσίας έχει αντιμετωπιστεί ήδη με την οδηγία 2003/88.»

Ωστόσο ο κ. Καρούζος επισημαίνει ότι «Το μέτρο θεωρείται επιβεβλημένο, όχι μόνο για τις εργασιακές σχέσεις που σήμερα γνωρίζουμε στη χώρα μας, αλλά και τις εκατοντάδες μορφές smartworking που συνοδεύουν την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση (εργασία 4.0) που ορμητικά διεισδύει και στη δική μας αγορά εργασίας. Ο χρόνος εργασίας, αλλά και ο προσδιορισμός του τόπου εργασίας θα αποτελέσουν -πολύ σύντομα- ίσως το πιο σοβαρό ζητούμενο στις εργασιακές σχέσεις του μέλλοντος. Φανταστείτε κάποιος που εργάζεται εξ αποστάσεως σε μία συμβατική εργασία ή που παρέχει υπηρεσίες μέσα από μία ηλεκτρονική εφαρμογή στο κινητό του. Σκεφτείτε έναν, που θα πρέπει να έχει διαρκώς σε αναμονή κλήσης τη συσκευή του κινητού του για να δεχτεί την εντολή του προϊσταμένου του. Είναι πολύ δυσδιάκριτο πλέον για αυτόν τον εργαζόμενο  ο διαχωρισμός μεταξύ της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής. Και αυτός είναι ο εφιάλτης! Με τον χρόνο εργασίας συνδέονται τα πιο θεμελιώδη ατομικά του δικαιώματα, όπως αυτό της ανάπαυσης, της οικογενειακής του ευημερίας, της ιδιωτικότητάς του κλπ.»