Μειωμένο κατά περίπου 30% εμφανίζεται το «στοκ» των εκκρεμών υποθέσεων του Νόμου Κατσέλη, με τον αριθμό τους να διαμορφώνεται στα τέλη Απριλίου του 2020 σε 77.200 έναντι 101.140 τον Ιούλιο του 2019.

«Δεδομένου ότι τα Ειρηνοδικεία υπολειτουργούν τον Ιούλιο, είναι κλειστά τον Αύγουστο, αλλά και την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ενώ ανέστειλαν τις όποιες εργασίες τους τον περασμένο Μάρτιο λόγω lockdown και κορονοιού, τότε η εκδίκαση αυτών των 30.000 υποθέσεων έγινε σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών», σχολιάζουν στο ΝΜ αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, εκτιμώντας πως ο στόχος τους για εκκαθάριση έως τα τέλη του 2021, φαντάζει εφικτός.

«Το υπουργείο Δικαιοσύνης, σε συνεννόηση με τους θεσμούς, κάνει όλες τις αναγκαίες ενέργειες, προκειμένου να δημιουργήσει τον βαθμό ελευθερίας, που χρειάζεται η κυβέρνηση στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση για την πρώτη κατοικία και τον νέο πτωχευτικό Νόμο», προσθέτουν οι ίδιες πηγές.

Σε σχετική τοποθέτησή του, άλλωστε, από βήματος της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταικούρας, ανέφερε: «Επί του ζητήματος της πρώτης κατοικίας και του νέου πτωχευτικού Δικαίου, ορισμένες επιπλέον παρατηρήσεις, που τις επεξεργαζόμαστε από κοινού με τον συναρμόδιο υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα. Η προστασία της πρώτης κατοικίας έληξε τον Φεβρουάριο του 2019 δικαστικά από την προηγούμενη κυβέρνηση. Μέχρι σήμερα παραμένουν δεκάδες χιλιάδες υποθέσεις σε εκκρεμότητα, εξαιτίας της συσσώρευσης στα Ειρηνοδικεία ανά την επικράτεια. Μεγάλος αριθμός υποθέσεων απορρίπτεται όταν φτάσουν στο δικαστήριο είτε διότι ο πολίτης δεν είναι επιλέξιμος ή γιατί διαπιστώνεται ότι δεν έχει οικονομική αδυναμία. Οι στρατηγικοί κακοπληρωτές στο τέλος της διαδικασίας δεν αποκτούν προστασία πρώτης κατοικίας, αλλά κερδίζουν χρόνο χωρίς να πληρώνουν, εξαιτίας των καθυστερήσεων στα δικαστήρια. Αυτά προέρχονται από νόμους του παρελθόντος. Έτσι καταλήγει να είναι ένα σχήμα, που δεν βοηθά μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά, καθώς πολλοί άλλοι προσπαθούν να το εκμεταλλευθούν και αυτός είναι νόμος, που προέρχεται από το παρελθόν. Αυτό αποτελεί κοινωνική αδικία, γιατί είναι ένας νόμος, στον οποίο έχουν συσσωρευτεί χιλιάδες στρατηγικοί κακοπληρωτές. Παρότι η προστασία έληξε, ακόμα και μέχρι πριν την έναρξη του κορονοϊού συνεχιζόταν η υποβολή αιτήσεων. Αυτό αποδεικνύει τον βαθμό κατάχρησης».

Όσον αφορά στις ενέργειες, στις οποίες προτίθεται να προβεί η κυβέρνηση, ο αρμόδιος υπουργός τόνισε: «Σύντομα θα θεραπεύσουμε και αυτήν την παθογένεια, θεσπίζοντας νομοτεχνικές βελτιώσεις, καθώς και προτείνοντας και προβαίνοντας σε μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης των δικαστηρίων – επισπεύδων θα είναι ο αγαπητός συνάδελφος υπουργός – γιατί η αντιμετώπιση της υπερχρέωσης αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους τόσο του υπουργείου Οικονομικών, όσο και του υπουργείου Δικαιοσύνης».

Στο πλαίσιο αυτό, είχε ήδη προγραμματιστεί πριν την έναρξη της υγειονομικής κρίσης να υιοθετηθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης χρεών. Το νέο αυτό πλαίσιο προβλέπεται να αντικαταστήσει όλα τα πολλά, επιμέρους εργαλεία ρύθμισης οφειλών, που υπάρχουν σήμερα και θα περιλαμβάνει ορισμένες βασικές ουσιώδεις στοχεύσεις, ήτοι τη δυνατότητα:

  • ρύθμισης και αναδιάρθρωσης των χρεών, με την τήρηση της οποίας ο δανειολήπτης θα μπορεί να διασώζει την περιουσία του
  • παροχής δεύτερης ευκαιρίας για υπερχρεωμένους δανειολήπτες, που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους
  • πτώχευσης και παροχής δεύτερης ευκαιρίας και στα φυσικά πρόσωπα, πέραν τον νομικών
  • πρόνοιας για δανειολήπτες, που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά και
  • πρόνοιας για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και πρόβλεψη συνεπειών γι’ αυτούς.

Μεταξύ των λύσεων, που συζητούνται αυτό το διάστημα με τους θεσμούς, είναι η λειτουργία πλατφόρμας, μέσω της οποίας θα γίνεται το «ξεσκαρτάρισμα» των υποθέσεων, αλλά και η ενίσχυση του θεσμού της διαμεσολάβησης.