Η παρουσία του Μάριο Ντράγκι στην Αθήνα, λίγο πριν παραδώσει τη θέση του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Κριστίν Λαγκάρντ, συνδέεται με την προοπτική συμμετοχής της χώρας μας στο νέο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, δηλαδή το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE).

Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ευρωζώνης η οποία δεν μετείχε στο πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι, όταν “έπεσε” στις ευρωπαϊκές οικονομίες πάνω από ενάμιση τρισ. Ευρώ. Ως αιτιολογία προεβλήθη το ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του δεύτερου μνημονίου, ουσιαστικά δηλαδή η απουσία της Ελλάδος από το πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης οφείλεται στο “αμαρτωλό” πρώτο εξάμηνο του 2015 και τις “αυταπάτες” των τότε κυβερνώντων. Στην πραγματικότητα, η χώρα δεν μπήκε ποτέ στο πρώτο πρόγραμμα, γιατί ως το τέλος του η εικόνα της ελληνικής οικονομίας ήταν αβέβαιη και δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη.

Είναι δεδομένη η συμμετοχή μας στο τωρινό, δεύτερο πρόγραμμα του QE; Ναι, απαντούν οι γνωρίζοντες, υπό την προϋπόθεση ότι η σημερινή κυβέρνηση θα συνεχίσει με την ίδια ένταση τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια. Η αλλαγή του οικονομικού κλίματος μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σκιάστηκε από τις συγκρατημένες αξιολογήσεις των δυο μεγάλων οίκων (Fitch στις 2 Αυγούστου και Moody’s στις 23 του ίδιου μήνα). Κοινός παρονομαστής των δισταγμών, η μετουσίωση των λόγων σε έργα: Οι σύμμαχοί μας -που εν προκειμένω είναι και δανειστές μας- έχουν κουραστεί να ακούν αλλεπάλληλες κυβερνήσεις μέσα στην κρίση να διαβεβαιώνουν για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, με φτωχά -κατά την εκτίμησή τους- αποτελέσματα στην πράξη.

Η συμμετοχή, πάντως, της Ελλάδας στο νέο QE πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς:

– Ήδη υπάρχει σε μεγάλο βαθμό απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια,

– Καταργήθηκαν πλήρως οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls)

– Αναχρηματοδοτείται το ελληνικό δημόσιο χρέος έτσι ώστε να θεωρείται βιώσιμο,

– Τα επιτόκια των ομολόγων αγγίζουν ιστορικά χαμηλές αποδόσεις,

– Αλλάζει με γοργούς ρυθμούς η νομοθεσία ώστε να διευκολύνονται οι επενδύσεις,

– Μειώνεται η φορολογία και γίνεται προσπάθεια αύξησης της εισπραξιμότητας και

– Προωθούνται οι απαραίτητες αποκρατικοποιήσεις.

Πέραν της καθαρά οικονομικής ωφέλειας, ο ψυχολογικός παράγων βαρύνει στην αξιολόγηση της σημασίας της ποσοτικής χαλάρωσης, γιατί θα δείξει στην πράξη ότι η Ελλάδα έχει πλέον μια οικονομία η οποία μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να κάνει τους Ευρωπαίους (εν προκειμένω την ΕΚΤ) να δώσουν χρήματα για αγορά ελληνικών ομολόγων. Αυτό,λ σε συνδυασμό με τις επόμενες -αναμένεται θετικές- εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης, αποτελεί σκαλοπάτι για την επίτευξη της συμμετοχής της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, που θα αλλάξει “κατηγορία” στις επενδύσεις που θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς τη χώρα μας.