Ο πληθωρισμός επιμένει σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών συνεχίζονται, δημιουργώντας αβεβαιότητα για τη διάρκεια που θα έχει το φαινόμενο.

Οι κεντρικές τράπεζες, που είναι επιφορτισμένες ακριβώς με τον έλεγχο του πληθωρισμού, εκτιμούν ότι το φαινόμενο θα είναι παροδικό και ότι η άνοδος των τιμών θα σταματήσει κάποια στιγμή μέσα στο επόμενο έτος, όταν οι οικονομίες θα έχουν απορροφήσει το σοκ που προκάλεσε το απότομο άνοιγμα των οικονομιών, μετά την καραντίνα.

Οι αλυσίδες παραγωγής και τροφοδοσίας αργούν να επανέλθουν σε πλήρη λειτουργία, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περιορισμοί στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, τη στιγμή που η ζήτηση αυξάνεται καθώς οι δραστηριότητες επανέρχονται πλήρως. Η αδυναμία της προσφοράς να καλύψει τη ζήτηση ανεβάζει τις τιμές και οι οικονομολόγοι μιλούν για πληθωρισμό που οφείλεται στην προσφορά.

Εκεί ακριβώς βασίζεται και η εκτίμηση ότι το φαινόμενο θα είναι παροδικό. Κάποια στιγμή μέσα στους επόμενους μήνες η προσφορά θα επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα και η ισορροπία θα αποκατασταθεί, λένε οι οικονομολόγοι που ασπάζονται αυτή την άποψη.

Το επιχείρημά τους είναι επίσης ότι δεν πρόκειται να μπούμε σε έναν φαύλο πληθωριστικό κύκλο, διότι αυτή τη φορά -σε αντίθεση με το παρελθόν- δεν καταγράφεται αύξηση των αμοιβών που θα μπορούσε να ενισχύσει τη ζήτηση, η οποία ανατροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις.

Στο παρελθόν, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η αύξηση των τιμών δημιουργούσε πιέσεις για διεκδικήσεις από τα συνδικάτα και αυξήσεις των μισθών, οι οποίες ενίσχυαν τη ζήτηση και ανατροφοδοτούσαν τον πληθωρισμό.

Ομως τώρα η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς η δύναμη των συνδικάτων έχει μειωθεί και οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης -το φθηνό κόστος παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς- υποσκάπτουν τις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Αυτή η μισθολογική στασιμότητα είναι και ο λόγος που οι νομισματικές αρχές εκτιμούν ότι το φαινόμενο του πληθωρισμού θα εκτονωθεί.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, όταν οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών ανεβαίνουν, χωρίς να αυξάνεται το εισόδημα, η αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο του κόσμου υποχωρεί και αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα.

Ο πληθωρισμός είναι στην πραγματικότητα μια «αόρατη λιτότητα», καθώς οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται και μάλιστα με τρόπο που ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες.

Μπορεί, για παράδειγμα, ο γενικός δείκτης τιμών να αυξάνεται κατά 4%, αλλά αυτό αντανακλά τον μέσο όρο αυξήσεων σε ένα καλάθι αγαθών, τη στιγμή που σε κάποια αγαθά όπως τα τρόφιμα και η ενέργεια η αύξηση μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη.

Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο ήταν 4,1%, αλλά οι τιμές στην ενέργεια αυξήθηκαν κατά 25%.

Οι διεθνείς τιμές τροφίμων στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων σημειώνουν διψήφια αύξηση από πέρυσι, ενώ εκείνες του σιταριού βρίσκονται σε υψηλά 8ετίας. Αυτό σημαίνει ότι το αμέσως επόμενο διάστημα οι αυξήσεις αυτές θα περάσουν σε τρόφιμα, ζωοτροφές, έτοιμα φαγητά.

Με λίγα λόγια, οι αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγαλύτερες από τον γενικό δείκτη τιμών και αυτό σημαίνει ότι πλήττονται περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, όπως τρόφιμα, μετακίνηση, θέρμανση, αναγκάζονται να ξοδεύουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού εισοδήματός τους, ίσως και το σύνολο, σε σχέση με τα πιο εύπορα νοικοκυριά.

Παρά τη θεωρία του «παροδικού πληθωρισμού», οι νομισματικές αρχές έχουν αναγκαστεί αρκετές φορές να αναπροσαρμόσουν τις εκτιμήσεις τους για τον πληθωρισμό προς τα πάνω.

Αλλωστε, η έννοια του «παροδικού πληθωρισμού» μπορεί να καλύψει διαφορετικές χρονικές περιόδους, ανάλογα με το πότε θα εκδηλωθεί η αποδρομή του φαινομένου. Αρχικά οι εκτιμήσεις της Fed έδειχναν αυξήσεις επιτοκίων το 2023, ίσως και αργότερα, ενώ τώρα οι εκτιμήσεις εστιάζονται στο 2022.
Την περασμένη εβδομάδα η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει σταδιακά να «σφίγγει» τη νομισματική πολιτική περιορίζοντας τις ποσότητες ομολόγων που αγοράζει για να διοχετεύει ρευστότητα στην οικονομία, από 120 δισ. δολάρια τον μήνα, σε 105 δισ. δολάρια.

Η Κεντρική Τράπεζα του Καναδά έχει ήδη σταματήσει τις αγορές ομολόγων, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας αναμένεται να προχωρήσει στην πρώτη αύξηση επιτοκίων από το 2018.

Η αύξηση των επιτοκίων είναι ένα κλασικό εργαλείο κατά του πληθωρισμού, καθώς περιορίζει τη ρευστότητα, η οποία «βοηθάει» τον πληθωρισμό. Ωστόσο, τα υψηλά επιτόκια εμποδίζουν την οικονομική δραστηριότητα και οι κεντρικοί τραπεζίτες φοβούνται ότι εάν «βιαστούν» να αυξήσουν τα επιτόκια, ίσως «σκοτώσουν πρόωρα» την οικονομική ανάκαμψη που εμφανίζεται μετά την καραντίνα.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαφοροποιείται, καθώς η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αντίστοιχες κινήσεις, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους αναλυτές και ένα σημαντικό τμήμα της αγοράς να προεξοφλούν ότι και η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε κινήσεις περιορισμού της ρευστότητας εάν οι τιμές συνεχίσουν να ανεβαίνουν.

Διαβάστε ακόμα:

Σε δυναμική τροχιά ανάκαμψης η οικονομία – Προειδοποίηση Σκυλακάκη για τις ανατιμήσεις

«Voria»: Ξεκλειδώνει η επένδυση των 250 εκατ. ευρώ στο Μαρούσι

Τα γκάλοπ ΠΑΣΟΚ, ο Ιβάν και οι τράπεζες, ο Λεμπέντεφ, το κτήριο της ΧΡΩΠΕΙ και ο ρυθμιστής των CEO Ανδρέας