search icon

Οικονομία

Oι γκρίζες ζώνες της ανεργίας – Ανοίγει το Εργασιακό με επίκεντρο το ελαστικό ωράριο

800.000-850.000 εργαζόμενοι που βρίσκονται στον πάγο εδώ και πολλούς μήνες και επιβιώνουν με την ειδική αποζημίωση των 534 ευρώ μηνιαίως δεν υπολογίζονται στους ανέργους

Mια γκρίζα ζώνη εν δυνάμει ανέργων αποκρύπτεται από τις μετρήσεις τις ΕΛΣΤΑΤ προκειμένου ο δείκτης της ανεργίας να μη δείξει το εφιαλτικό του πρόσωπο το επόμενο κρίσιμο δίμηνο.

Σύμφωνα με τις οδηγίες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) και της Eurostat, λόγω της πανδημίας COVID-19, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης δεν υπολογίζονται στους ανέργους, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από τρεις μήνες ή λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους. Αντίθετα εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι και στη συνέχεια, όπως υποστηρίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, αυτοί οι χιλιάδες «κρυφοί» άνεργοι μεταφέρονται στην κατηγορία «οικονομικά μη ενεργοί», στρεβλώνοντας έτσι την εικόνα της απασχόλησης.
Πρόκειται για περίπου 800.000-850.000 εργαζόμενους που βρίσκονται στον πάγο εδώ και πολλούς μήνες και επιβιώνουν με την ειδική αποζημίωση των 534 ευρώ μηνιαίως. Επίσης, δεν λογίζονται ως άνεργοι τα άτομα που δεν εργάζονται, δεν αναζητούν εργασία και δεν είναι διαθέσιμα να αναλάβουν άμεσα εργασία.

Γεύση της αλλοίωσης που έχει υποστεί η αγορά εργασίας λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας δίνουν τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το β’ τρίμηνο του 2020 που ανεβάζουν το ποσοστό ανεργίας στο 16,7% (768.276 άνεργοι) .Το τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου, μεσούσης της καραντίνας, σχεδόν ένας στους τέσσερις εργαζόμενους απουσίασε από την εργασία του ενώ σημειώθηκε και δραματική μείωση των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα.
Ειδικά οι εποχικοί που δεν δούλεψαν καθόλου φέτος, αφού από τα 11.000 ξενοδοχεία δεν άνοιξαν τα 5.500, είναι ο βασικός πυρήνας αυτής της γκρίζας ζώνης.

Οσο κι αν φαίνεται παράδοξο, λοιπόν, οι περισσότεροι από τους 200.000 εποχικούς που δεν προσλήφθηκαν φέτος δεν συγκαταλέγονται στους ανέργους. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, οι 80.000 βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής της σύμβασης ενώ αρκετές χιλιάδες παραμένουν εκτός ρύθμισης, δηλαδή δεν λαμβάνουν ούτε την αποζημίωση των 534 ευρώ, ούτε επίδομα ανεργίας.

Η συγκράτηση, έστω και τεχνηέντως, των δεικτών της ανεργίας, με τη βοήθεια των νέων COVID οικονομικών όρων, δεν σημαίνει όμως ότι το κύμα των απολύσεων δεν φουσκώνει υπογείως. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, πλην του τουρισμού, οι κλάδοι των κατασκευών, του επισιτισμού, του εμπορίου και των ποτών, βλέποντας ότι οι τζίροι δεν παίρνουν την ανιούσα, ετοιμάζονται να προχωρήσουν σε μειώσεις προσωπικού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η νέα ματιά της αγοράς εργασίας, εκτός από την ευελιξία, επικεντρώνεται και στην «κινητικότητα» του εργαζομένου προκειμένου να διευκολυνθεί να αλλάξει αντικείμενο.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ένας ξενοδοχοϋπάλληλος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει με μηδενικό εισόδημα ή με το επίδομα ανεργίας μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, όταν βάσει εκτιμήσεων οι συνθήκες θα έχουν βελτιωθεί.
Επίσης, δεν είναι δυνατόν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι να βρίσκονται επ’ αόριστον σε αναστολή σύμβασης.
Το υπουργείο Εργασίας και ο ΟΑΕΔ επεξεργάζονται προγράμματα επανακατάρτισης των ανέργων και εκείνων που κινούνται στις γκρίζες ζώνες της ανεργίας, τα οποία θα κουμπώσουν με τα προγράμματα επιδότησης που έχουν ήδη ανακοινωθεί. Στην κινητικότητα στοχεύουν και τα προγράμματα μείωσης των εισφορών αλλά και δημιουργίας 100.000 θέσεων εργασίας, όπου μπορούν να ενταχθούν σε συνεννόηση με τον παλιό και τον νέο εργοδότη όσοι διακόψουν την αναστολή.

Μόνο από τη μείωση των εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το ετήσιο όφελος για τον εργαζόμενο θα είναι από 148 ευρώ στον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ έως 456 ευρώ στον μισθό των 2.000 ευρώ. Αντίστοιχα, για τον εργοδότη το ετήσιο όφελος θα κυμανθεί από 207 έως 636 ευρώ. Ωστόσο η ΓΣΕΕ αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα τόσο της μείωσης των εισφορών όσο και του επιδοτούμενου προγράμματος για τη δημιουργία 100.000 νέων θέσεων εργασίας, επισημαίνοντας ότι σε συνθήκες ύφεσης δύσκολα οι επιχειρήσεις θα τολμήσουν νέες προσλήψεις.

Στο μεταξύ, οι δύο κομβικές μεταρρυθμίσεις στα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό που εξήγγειλε από τη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν σφιχτό χρονοδιάγραμμα, καθώς συνδέονται άμεσα με την πρόταση που θα κατατεθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης προκειμένου η Ελλάδα να λάβει χρηματοδότηση έως 32 δισ. ευρώ.

 Το εργασιακό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί τον Οκτώβριο στη Βουλή θα προβλέπει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την αύξηση του πλαφόν των υπερωριών αλλά και περαιτέρω ευελιξία στη χρήση των υπερωριών προκειμένου να στοιχίζουν φθηνότερα στις επιχειρήσεις. Παράλληλα, πολλές λειτουργίες θα περάσουν στην ψηφιακή εποχή (ψηφιακό ωράριο, ηλεκτρονική κάρτα) προκειμένου να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις που καταδυναστεύονται από τη γραφειοκρατία. Την ίδια ώρα, τα ηλεκτρονικά μητρώα θα βοηθήσουν να ξεκαθαρίσει το τοπίο στην εκπροσώπηση των συνδικαλιστών και στα προνόμια που δικαιούνται.

Οι προωθούμενες ρυθμίσεις βασίζονται στις οδηγίες του ILO αλλά και στο προσχέδιο της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία, μεταξύ άλλων, έχει επισημάνει ότι το κόστος των υπερωριών πρέπει να ευθυγραμμιστεί με εκείνο σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Ενδεικτική είναι και η αναφορά του πρωθυπουργού από τη Θεσσαλονίκη ότι «καταργούνται παρωχημένες ρυθμίσεις του περασμένου αιώνα και καθιερώνονται νέα δικαιώματα που διασφαλίζουν το μέλλον της εργασίας». Ειδικότερα, οι επιτροπές που συγκροτούνται στο υπουργείο Εργασίας θα επεξεργαστούν την αύξηση των επιτρεπόμενων υπερωριών στη βιομηχανία, που διαφοροποιείται σήμερα από τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας.

Το επικρατέστερο σενάριο είναι το ανώτατο όριο υπερωριακής απασχόλησης να φτάνει έως 120-150 ώρες το έτος για όλες τις επιχειρήσεις. Πάντως, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, παρατάθηκε μέχρι τέλος του έτους η ρύθμιση που δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο υπερωριών χωρίς έγκριση από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ).
Παράλληλα, επανέρχεται το μέτρο της διευθέτησης του χρόνου εργασίας προκειμένου οι υπερωρίες να μην πληρώνονται, αλλά να συμψηφίζονται με ρεπό, έξτρα άδεια ή μικρότερο ωράριο σε άλλες εργάσιμες ημέρες. Σύμφωνα με τις εισηγήσεις που μελετώνται, ο χρόνος εργασίας θα μπορεί να διευθετηθεί μεταξύ 35 και 45 ωρών εβδομαδιαίως κατόπιν συμφωνίας εργαζομένου και εργοδότη σε επίπεδο επιχείρησης. Βασική προϋπόθεση είναι να μην καταστρατηγούνται βασικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, όπως το 8ωρο και η 12ωρη ημερήσια ανάπαυση του εργαζομένου.

Επίσης, αναμένεται να απλοποιηθεί και το σύστημα των κλιμάκων με βάση τις οποίες υπολογίζεται το κόστος της υπερεργασίας – υπερωρίας.  Σήμερα η υπερεργασία -η απασχόληση 5 ωρών επιπλέον την εβδομάδα μετά τις 40 ώρες για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν 5ήμερη απασχόληση- αμείβεται με επιπλέον 20%, ενώ η υπερωρία -η απασχόληση πέραν των ωρών υπερεργασίας- με 40%-100%, ανάλογα το εύρος της. Αυτό που εξετάζεται είναι η υπερεργασία και οι υπερωρίες να ταξινομηθούν σε δύο, το πολύ τρεις κλίμακες.

Exit mobile version