Του Κωστή Πλάντζου

Νέο επεισόδιο στο σήριαλ με τις αντικειμενικές αξίες στις οποίες υπολογίζεται ο ΕΝΦΙΑ, μετά από την απόφαση του ΣτΕ που βάζει κανόνες, δείχνοντας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι φορολογούμενοι, αλλά και οι εφορίες.

Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν έχουν ακυρωθεί συνολικά οι αντικειμενικές τιμές σε κάποια περιοχή ή δήμο από το ΣτΕ, ο κάθε ιδιοκτήτης μπορεί να αμφισβητήσει την αξία του ακινήτου στην οποία υπολογίστηκε ο ΕΝΦΙΑ. Δεν αρκεί όμως να διαμαρτυρηθεί ότι αδικείται, αλλά πρέπει να αντιπροτείνει και ο ίδιος μία αληθινή αξία, στην οποία τιμολογείται το ακίνητό του, προκειμένου να πείσει ότι πρέπει και οι φόροι περιουσίας που τον βαρύνουν, να υπολογιστούν σε άλλες τιμές και όχι στις αντικειμενικές.

Ιδιοκτήτες κατά υπουργείου Οικονομικών

Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι ιδιοκτήτες ακινήτων σε περιοχές όπου το υπουργείο Οικονομικών καθόριζε υψηλές αντικειμενικές αξίες (πχ Ψυχικό) προσέφευγαν μαζικά στα διοικητικά δικαστήρια κατά της απόφασης του δημοσίου, προκειμένου να ακυρώσουν την βάση υπολογισμού του φόρου περιουσίας που πληρώνουν για την ακίνητη περιουσία τους. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ιδιοκτήτες δικαιώθηκαν, καθώς τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι ο υπολογισμός ήταν εν πολλοίς αυθαίρετος και εξωπραγματικά υψηλός. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, τα δικαστήρια απέρριψαν προσφυγές των δήμων, με τη λογική ότι δεν μπορεί να εκπροσωπούν στα δικαστήρια τους άμεσους ιδιοκτήτες,

Με την νέα απόφαση που εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1357/2018 Τμ.Β΄) ανοίγει μεν τον δρόμο για προσφυγές εν όψει επιβολής και του ΕΝΦΙΑ με τις νέες αντικειμενικές, αλλά από την άλλη βάζει και εμπόδια, απαιτώντας από τους φορολογουμένους να προβάλουν συγκεκριμένους και όχι αόριστους ισχυρισμούς για να ακυρώσουν την Τιμή Ζώνης για το ακίνητό τους, αποδεικνύοντας με στοιχεία ότι η τιμή που ορίζει η εφορία δεν αποδίδει την πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου τους.

Τα δικαστήρια ζητούν στοιχεία

Η νέα απόφαση του ΣτΕ για την «αμφισβήτηση νομιμότητας της ρύθμισης περί τιμής ζώνης, στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ» προκλήθηκε μετά από ένδικη προσφυγή φορολογουμένου, κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΔΕΔ) στην οποία είχε απευθυνθεί ζητώντας να μην ισχύσει ο αντικειμενικός προσδιορισμός της αξίας του ακινήτου του. Και ουσιαστικά το ΣτΕ δικαιώνει την κρίση της ΔΕΔ, επισφραγίζοντας ότι ενδικοφανείς προσφυγές μπορούν να ασκούνται και σε τέτοιες περιπτώσεις από τους πολίτες, υπό τον όρο όμως ότι θα είναι τεκμηριωμένες.

Συγκεκριμένα η απόφαση αυτή ξεκαθαρίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

– Ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του τεκμαρτού/αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο να προσδιορίσει άλλη αξία, εφόσον θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου του είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του.

– Σε περίπτωση που το δικαστήριο ορίσει άλλη αξία του ακινήτου, ακυρώνεται ο υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ. Η απόφαση όμως αφορά στον φορολογούμενο που έχει έννομο συμφέρον.

– Ωστόσο και πάλι, το εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ δεν ακυρώνεται στο σύνολό του, αλλά μόνον κατά το μέρος της που στηρίζεται σε τιμή ζώνης που ξεπερνά την πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου.

– Εφόσον η σχετική διάταξη περί τιμής ζώνης δεν έχει ακυρωθεί ήδη από το Συμβούλιο της Επικρατείας (όπως συνέβη σε ολόκληρους δήμους στο πρόσφατο παρελθόν) ο φορολογούμενος δεν αρκεί να αμφισβητήσει με την ενδικοφανή προσφυγή του στην ΔΕΔ ή, κατόπιν, στα δικαστήρια την νομιμότητα της σχετικής διάταξης περί τιμής ζώνης των ακινήτων στην περιοχή στην οποία βρίσκεται η περιουσία του.

– Αντιθέτως, ακόμα και εάν ισχυρίζεται ότι η τιμή ζώνης δεν καθορίστηκε εξ αρχής ορθώς ή ότι δεν συνάδει πλέον με τις τρέχουσες τιμές (λόγω κρίσης της κτηματαγοράς κλπ ή λόγω της κακής κατάστασης του συγκεκριμένου ακινήτου) υποχρεώνεται –με βάση την νέα απόφαση του ΣτΕ- να προβάλει, με συγκεκριμένο ισχυρισμό, ότι η εφαρμοσθείσα τιμή ζώνης είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία τιμή του ακινήτου του.

– Για να φτάσει στον στόχο του, θα πρέπει επίσης και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία, συνοδευόμενο, μάλιστα, από έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσής της, δεδομένου ότι, σε τέτοια περίπτωση, αντικείμενο της διοικητικής (ενδικοφανούς) διαδικασίας και της αντίστοιχης διοικητικής δίκης είναι ο προσδιορισμός της αμφισβητούμενης αγοραίας αξίας του ακινήτου και, συνακόλουθα, του φόρου ο οποίος αναλογεί κατά το νόμο στην αξία αυτή.

– Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να προτείνει και να αποδείξει την πραγματική αξία του ακινήτου, τότε η ενδικοφανής προσφυγή που έκανε στην ΔΕΔ απορρίπτεται αυτομάτως, ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ, περαιτέρω, απορρίπτεται και η προσφυγή του στα δικαστήρια κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του.

Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν αδικούνται, οι πολίτες που αναζητούν το δίκιο τους στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, δεν πρέπει απλώς να ζητούν γενικώς την ακύρωση των Τιμών Ζώνης και τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητά τους, ούτε μόνον να αποδεικνύουν ότι ξεπερνά κατά πολύ την αγοραία, αλλά να στοιχειοθετούν πρόταση για την πραγματική εμπορική αξία του ακινήτου τους, η οποία πρέπει να φορολογηθεί.