Η Ελλάδα διατηρεί ένα δαπανηρό Δημόσιο τομέα, που «ταιριάζει» σε πλουσιότερες χώρες με αποτέλεσμα για να τον χρηματοδοτήσει να υπερφορολογούνται μόνο οι συνεπείς και παραγωγικοί φορολογούμενοι, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν «γενναιόδωρες» σχετικά με άλλες χώρες φοροαπαλλαγές για εκείνους που τις χρειάζονται λιγότερο.

Αυτή είναι η ουσία του οικονομικού προβλήματος στην Ελλάδα, όπως την εντοπίζει το τμήμα αναλύσεων του ΣΕΒ στο τελευταίο του οικονομικό δελτίο, το οποίο μάλιστα πηγαίνει και «ένα βήμα παραπέρα» κρατώντας αποστάσεις από τις γενικές αναφορές περί «υπερφορολόγησης» που έκανε ο Πολ Τόμσεν στο πρόσφατο άρθρο του για την Ελλάδα.

Στο τελευταίο δελτίο του ΣΕΒ αναφέρεται ότι «Ο ισχυρισμός (σ.σ. του Πολ Τόμσεν) ότι το σύνολο των φόρων εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών στην Ελλάδα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο δεν απαντά στο θέμα της υπερφορολόγησης λόγω φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από στοιχεία της Eurostat περί διαθέσιμου εισοδήματος (…)».

Το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ έχει αναβαθμιστεί σε σημαντικό βαθμό από τότε που την επιμέλειά του ανέλαβε ο γνωστός οικονομολόγος Μιχάλης Μασουράκης, ο οποίος άλλωστε είχε καθιερώσει την επιστημονική κριτική στις αναλύσεις και τις «συνταγές» του ΔΝΤ από την εποχή που ήταν επικεφαλής του τμήματος αναλύσεων της Alpha Bank.

Η ανάλυση που δημοσιεύεται στο τελευταίο δελτίο του ΣΕΒ δείχνει ότι ένας φορολογούμενος χωρίς παιδιά στην Ελλάδα έχει φορολογική επιβάρυνση χαμηλότερη από ότι σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο σε περίπτωση ενός γονέα με παιδιά, παρά τους περιορισμούς που έχουν τα στατιστικά στοιχεία ως προς την αντιπροσωπευτικότητά τους.

Το γεγονός αυτό σύμφωνα με το ΣΕΒ δείχνει ότι παρόλο που στην Ελλάδα υπάρχει υψηλό αφορολόγητο, αυτό δεν ευνοεί την παραγωγική δράση, όπως για παράδειγμα με ελαφρύνσεις στην περίπτωση ενός μισθωτού που δρα παραγωγικά στον ιδιωτικό τομέα και έχει οικογένεια.

Με άλλα λόγια, μπορεί οι φοροαπαλλαγές να είναι γενναιόδωρες σε κάποιες περιπτώσεις φορολογουμένων οι οποίοι ενδεχομένως δεν τις χρειάζονται, ενώ το σύστημα τιμωρεί εκείνους που τις έχουν περισσότερο ανάγκη και είναι πιο παραγωγικοί.

Η ανάλυση του ΣΕΒ δείχνει επίσης ότι οι δαπάνες λειτουργίας του Κράτους (οι λεγόμενες πρωτογενείς) είναι υψηλότερες από ότι σε άλλες χώρες με το περίπου το ίδιο εισόδημα (κατά κεφαλήν ΑΕΠ), και είναι ίδιες με χώρες που είναι πολύ πλουσιότερες από την Ελλάδα.

Με απλά λόγια το συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα έχει ένα δημόσιο τομέα που «ταιριάζει» σε πλουσιότερες χώρες, ενώ για να το χρηματοδοτήσει, επιβαρύνει υπερβολικά τους συνεπείς φορολογούμενους.

Επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «ενώ η μέση φορολογική επιβάρυνση δεν είναι υπερβολική σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων είναι πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά. και στο βαθμό που δεν πατάσσεται το φαινόμενο της φοροδιαφυγής και η ανάγκη για μείωση των ελλειμμάτων παραμένει οξεία λόγω του μη βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος, η αύξηση των φόρων είναι μονόδρομος, στο βαθμό που δεν περικόπτονται οι δαπάνες. Και βεβαίως η αύξηση των φόρων δεν αυξάνει το φορολογικό βάρος όλων των φορολογουμένων, παρά μόνο των συνεπών, καθώς και των πιο παραγωγικής τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού και της ελληνικής επιχειρηματικότητας».

Αυτό άλλωστε, αναφέρεται στην ανάλυση του ΣΕΒ, αντανακλάται και στη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες σύμφωνα με στοιχεία της PriceWaterhouse Coopers έχουν το 2017 τον 6ο υψηλότερο συνολικό φορολογικό συντελεστή ανάμεσα σε 32 ευρωπαϊκές χώρες, ο οποίος φτάνει το 50,7% έναντι μέσου όρου 40,3% στην Ευρώπη και επιμερίζεται ως εξής: 22,4% στα εταιρικά κέρδη, 27,7% στην εργασία.

Γ .ΣΩΖΟΣ
george.sozos01@gmail.com