Να δικαιώσει τους επικριτές της για τις επισημάνσεις τους και να εξαγνίσει όσους κατηγορούσε συλλήβδην για στείρα κριτική με πολιτικά κίνητρα βάλθηκε η κυβέρνηση καθώς, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 10 μέρες πριν τις Εθνικές εκλογές, ομολογεί τα λάθη της -και όσα έκανε 10 μέρες πριν τις Ευρωεκλογές- ενώ θυμήθηκε ξανά την επιχειρηματικότητα και τη μεσαία τάξη.

Σε μια επίδειξη μεταμέλειας προεκλογικά, και διαβλέποντας το «ναυάγιο» λόγω χαμηλής ανταπόκρισης των οφειλετών στην πολυδιαφημισμένη ρύθμιση των 120 δόσεων (περίπου 150.000 αιτήσεις από συνόλου 4 εκατομμυρίων οφειλετών), η κυβέρνηση ανακάλυψε εναμιση μήνα μετά τις σφοδρές επικρίσεις που δέχτηκε, ότι ήταν λάθος να εξαιρεθούν από τις 120 δόσεις οι επιχειρήσεις που προσφέρουν δουλειές και φορολογικά έσοδα στη χώρα.

Χωρίς να αιτιολογεί καν την μεταστροφή της -πχ με μια κοστολογημένη έκθεση- για να δείξει πως τηρεί τα προσχήματα και ότι υπάρχουν τελικά τα περιθώρια –που πριν δεν τα έβλεπε- για να περιληφθούν στις 120 δόσεις και οι επιχειρήσεις, η κυβέρνηση αποφάσισε (μεταξύ δύο απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων) να ανατρέψει τον Νόμο που η ίδια έφερε και ψήφισε πριν 1 μήνα στη Βουλή (ν.4611/16-5-2019). Και συγκεκριμένα:

– Προσφέρει από χθες έως 120 δόσεις και «κούρεμα» οφειλών στις επιχειρήσεις. Ένα μήνα νωρίτερα τις είχε αποκλείσει από τη ρύθμιση αυτή, παρά τις αντιδράσεις από τους παραγωγικούς φορείς, το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος κλπ.

Η υφυπουργός Οικονομικών ομολογούσε ότι «δεν συμφέρει» τις επιχειρήσεις να μπουν στη ρύθμιση. Και η κυβέρνηση αρνήθηκε με κάθε τρόπο να τις περιλάβει, μέχρι που τελευταία μέρα πριν ψηφιστεί ο νόμος, αύξησε σε έως 36 τις δόσεις, αντί μόλις 30 που αρχικά πρότεινε για αυτές. Και ενώ από τις 21 Μαΐου η ρύθμιση είναι σε ισχύ και κανονικά η ρύθμιση θα τέλειωνε αυτήν την εβδομάδα (πήρε παράταση μέχρι Σεπτεμβρίου), έφερε χθες και …ΠΝΠ που εξομοιώνει τις επιχειρήσεις με τα απλά νοικοκυριά, εφόσον έχουν ακαθάριστα έσοδα έως 2 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο (βάσει τελευταίας δήλωσης).

Αυτό σημαίνει ότι δικαιούνται και άτοκες δόσεις, σε οφειλέτες με κέρδη χαμηλότερα από 10.000 ευρώ, ή και ζημίες. Οι προσαυξήσεις διαγράφονται επίσης έως 100%, με τους ίδιους όρους με τα νοικοκυριά. Στην πράξη, η κυβέρνηση δείχνει μεταμέλεια, αχρηστεύοντας ολόκληρα κεφάλαια του νόμου για τις 120 δόσεις που ψήφισε, διατηρώντας τες μόνον για επιχειρήσεις με τζίρους άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ. Η ρύθμιση καλύπτει και όσους ήδη έκαναν αίτηση υπαγωγής, αρκεί να ζητήσει με αίτησή τους τις 120 δόσεις, αντί τις μόλις 36 το πολύ που πήραν.

– Αναγνωρίζει και θεραπεύει αδικίες που γεννούσε ο Νόμος, τις οποίες είχε καταδείξει άμεσα το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, όπως για παράδειγμα: περιπτώσεις που μετά από φορολογικό έλεγχο για το έτος 2012, προέκυπταν τον Δεκέμβριο του 2018 λογιστικές διαφορές και πρόστιμα, αλλά οι οφειλές αυτές έβγαιναν ληξιπρόθεσμες τον Ιανουάριου του 2019 και εξαιρούνταν από τη ρύθμιση.

Η ΠΝΠ όμως ορίζει πλέον ότι εντάσσονται στις 120 δόσεις , ακόμα και οφειλές «που βεβαιώνονται μέχρι την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής σε ρύθμιση (σσ: δηλαδή έως και 9/2019) και αφορούν σε υποχρεώσεις ετών, υποθέσεων και περιόδων μέχρι και 31.12.2018».

Τι άλλο δεν άλλαξε όμως ακόμα –αν και προλαβαίνει ίσως- η κυβέρνηση; Για παράδειγμα:

– Το υψηλό ετήσιο επιτόκιο 5% στις ρυθμίσεις χρεών, που «ακυρώνει» το κούρεμα οφειλών, σε όσους επιλέγουν πάνω από 60 δόσεις.

– Τις κατασχέσεις, που συνεχίζονται κανονικά αν έχουν ξεκινήσει, ακόμα και για όσους τηρούν ευλαβικά τη ρύθμιση.

– Την εξαίρεση από τις 120 δόσεις, όσους τηρούσαν «με νύχια και με δόντια» τις 100 δόσεις.

Το κυριότερο όμως που μένει να φανεί μετά από όλες αυτές τις αλλαγές, είναι αν θα αποδειχθεί τελικά αληθής ο δημόσιος ισχυρισμός Τσακαλώτου ότι από την ρύθμιση το Δημόσιο θα κερδίσει 300 εκατ. ευρώ εφέτος, ή θα δικαιωθεί η εκτίμηση της Κομισιόν που στις 5 Ιουνίου έγραφε στην Έκθεση Αξιολόγησης ότι από τις 120 δόσεις (πριν τις παρατήσεις και τις αλλαγές με ΠΝΠ) το Δημόσιο θα χάσει έσοδα 1,1 δισ. ευρώ. Από την διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά σενάρια, άνοιξε ήδη μια δημοσιονομική «τρύπα» 1,4 δισ. ευρώ, που αν δεν περιοριστεί, μπορεί να οδηγήσει και σε πιέσεις για πρόσθετα μέτρα λιτότητας -ακόμα από μόνο αυτό το μέτρο!