Την ώρα που κοινωνία και αγορά ασφυκτιούν από τα υψηλά κόστη διαβίωσης και λειτουργίας, τα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι η Ελλάδα διέθεσε μέσα στη διεθνή κρίση το μεγαλύτερο κρατικό πακέτο στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Τα ίδια στοιχεία αποκαλύπτουν όμως και ότι η πολιτεία επέστρεψε με το παραπάνω σε πολίτες και επιχειρήσεις τα «ουρανοκατέβατα» έσοδα που είχε από τις αυξήσεις λόγω ακρίβειας.

Αν είχε εφαρμοστεί και στην Ελλάδα η τακτική της μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων (στο όνομα της καταπολέμησης της ακρίβειας και προς ανακούφιση των πολιτών, όπως συνέβη σε Ισπανία και Κύπρο), οι φορολογούμενοι θα είχαν χάσει τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ, από το όφελος που τελικά αποκόμισαν το 2022 με πολλές και διαφορετικές επιδοτήσεις που τους δόθηκαν (για λογαριασμούς ρεύματος, αγορές τροφίμων ή καυσίμων κ.λπ.).

Με βάση τα στοιχεία, το όφελος που είχαν από τα μέτρα οι φορολογούμενοι ήταν πολλαπλό:

■ Πήραν πίσω ως επιδοτήσεις πολλά παραπάνω από όσα έδωσαν σε αυξημένους φόρους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ακόμα και αν υπήρχε τρόπος να περάσει αυτούσια στην αγορά «αυτομάτως» ολόκληρη η όποια μείωση στους έμμεσους φόρους, αντί να «χαθεί» στη διαδρομή και σε «τσέπες» τρίτων.
■ Η στήριξη είχε χαρακτηριστικά αναδιανομής, δηλαδή δόθηκε στοχευμένα, κυρίως σε οικονομικά αδύναμους πολίτες αλλά και σε φορολογικά συνεπείς επιχειρήσεις. Αυτό έγινε επειδή το κράτος παρείχε στήριξη αφού πρώτα εισέπραξε, ώστε να κατανείμει τα ποσά για να καλύψει μετρήσιμες ανάγκες, αντί για οριζόντιες μειώσεις φόρων «στα τυφλά».
■ Οι φορολογούμενοι απέφυγαν να πληρώσουν «από την άλλη τσέπη» επιπλέον χρήματα, για να καλύψει το κράτος την «τρύπα» που θα άνοιγε από τις μειώσεις φόρων που θα έκανε.

Πλεόνασμα… στήριξης

Συγκεκριμένα, όπως δείχνουν τα στοιχεία:

Α) Σύμφωνα με την περιοδική Εκθεση Fiscal Monitor του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 2022 η Ελλάδα παρείχε επιδοτήσεις ύψους 4,5% του ΑΕΠ. Είναι η μεγαλύτερη επιδότηση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και η δεύτερη μεγαλύτερη στις χώρες της Ε.Ε. (με πρώτη τη Σουηδία, που παρείχε μέτρα στήριξης ύψους 6% του ΑΕΠ της).

Σε απόσταση μετά την Ελλάδα, έπονται η Βουλγαρία, η οποία παρείχε σε μέτρα στήριξης το 2,7% του ΑΕΠ της, η Κροατία και η Σλοβενία με μέτρα 2% του ΑΕΠ, η Ιταλία με 1,8% του ΑΕΠ, η Σλοβακία με 1,3% του ΑΕΠ, οι Γερμανία, Αυστρία, Μάλτα και Λουξεμβούργο με 1,2% του ΑΕΠ, η Ισπανία με 1,1% και η Λετονία με 1%. Τα χαμηλότερα μέτρα στήριξης παρείχαν η Εσθονία, η Κύπρος, η Ουγγαρία και η Νορβηγία με 0,3% του ΑΕΠ, ενώ μηδενική στήριξη παρείχε η Δανία.

Β) Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ. Λόγω κρίσης, οι επιδοτήσεις (subsidies) αυξήθηκαν στη χώρα μας κατά σχεδόν 9 δισ. για μέτρα στήριξης, απορροφώντας πολύ παραπάνω από την αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους – είτε μάλιστα αυτοί οφείλονταν στην ακρίβεια προϊόντων και υπηρεσιών (δηλαδή με οικονομική πίεση των καταναλωτών) είτε προήλθαν από την ανάπτυξη και την αυξημένη κατανάλωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στην πράξη συνέβη το εξής:

■ Από τη μία, όντως το Ελληνικό Δημόσιο το 2022 αποκόμισε περίπου 7,5 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα από έμμεσους φόρους (συνολικά 39,765 δισ. ευρώ), συγκριτικά με μια «κανονική» χρονιά όπως το 2019 (32,305 δισ.), δηλαδή πριν προκύψει το ξαφνικό ασανσέρ των τιμών λόγω πανδημίας, ελλείψεων πρώτων υλών εξαιτίας του παγκόσμιου lockdown και, εντέλει, της ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης που ξέσπασε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πρόκειται για ιστορικό ρεκόρ όλων των εποχών, δεδομένης και της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης.
■ Η «υπερείσπραξη» του 2022, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην έκρηξη ακρίβειας, αλλά και στα απανωτά άλματα ανάπτυξης, της τάξης του 9% το 2021 και 6% το 2022. Σύμφωνα με συμπεράσματα του Συμβουλίου Οικονομολόγων Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) που έχουν κατατεθεί στη Βουλή, η αύξηση έχει προέλθει κατά το 1/3 από τη μεγέθυνση της οικονομίας, ενώ κατά 2/3 από την ακρίβεια.
■ Συνεπώς από την ακρίβεια το όφελος του κράτους έφτασε περίπου στα 5 δισ. και όχι 7,5 δισ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζεται και πόσο έπληξε η ακρίβεια τα κρατικά έσοδα από άλλους φόρους, όπως π.χ. από ΕΦΚ καυσίμων λόγω πτώσης του όγκου των πωλήσεων – καθώς ο ειδικός φόρος επιβάλλεται στα πωληθέντα λίτρα ασχέτως πόσο ακριβά κοστίζει κάθε λίτρο.

Αυτό που παραβλέπουν, από την άλλη, πολλοί αναλυτές και πολίτες ενδεχομένως είναι η στήλη με τις πρωτοφανείς στα χρονικά άμεσες επιδοτήσεις που δόθηκαν σε πληττόμενους, ύψους 11,276 δισ. ευρώ – και όχι μόνο στις ασθενέστερες αλλά και στις μεσαίες εισοδηματικά τάξεις.

Εν συγκρίσει πάλι με το 2019, δόθηκαν 8,8 δισ. περισσότερα από τα 2,475 δισ. ευρώ που είχαν δοθεί τότε για επιδοτήσεις – χωρίς να συνυπολογιστούν και άλλα 2,5 δισ. που δόθηκαν επιπλέον για κοινωνικές παροχές και συντάξεις (43,29 δισ. ευρώ το 2022, έναντι 39,648 δισ. το 2019).

Συνεπώς οι δαπάνες για μέτρα στήριξης που παρείχε το κράτος το 2022 υπερφαλαγγίζουν όχι απλώς τα κονδύλια που διέθεσαν άλλες χώρες της Ε.Ε. (ως ποσοστό του ΑΕΠ), αλλά ακόμα και τα αυξημένα έσοδα που είχε το ελληνικό κράτος από έμμεσους φόρους (9 δισ. έναντι 5-6 δισ. ευρώ) εξαιτίας της ακρίβειας και των πρωτοφανών υψηλών τιμών στην ενέργεια και σε όλα τα είδη κατανάλωσης.

Τι άλλο δείχνουν επίσης τα ίδια στοιχεία;

■ Ακόμα και αν μειώνονταν κατά 6 δισ. οι έμμεσοι φόροι κατανάλωσης (ή ακόμα και κατά 9 δισ. που ήταν ολόκληρη η αύξηση), δεν συνεπάγεται ότι θα έφταναν αυτομάτως οι ίδιες μειώσεις τιμών στην αγορά και τους καταναλωτές. Οπως φάνηκε και στην Ισπανία, οι μειώσεις φόρων μπορεί να επέφεραν συγκράτηση των αυξήσεων, αλλά όχι και αυτόματη μείωση τιμών, αφού ο εισαγόμενος πληθωρισμός πανευρωπαϊκά καλά κρατεί.
■ Σε κάθε περίπτωση, «ο τελευταίος τροχός της αμάξης» που είναι ο απλός καταναλωτής και οι πιο ευάλωτοι (πολύτεκνες οικογένειες κ.λπ.) θα έβλεπαν μεν κάποιο άμεσο όφελος, αλλά ασφαλώς μικρότερο από 9 δισ. που έλαβαν με στοχευμένα επιδόματα. Αναλογικά, για να δει όφελος από φόρους, προϋποθέτει πως έχει λεφτά για να ξοδέψει. Και ποσοτικά, όμως, τα οφέλη θα ήταν το πολύ 5 ή 6 δισ. εφόσον περνούσαν ακέραιες σε αυτούς οι μειώσεις φόρων.

Καταρρίπτεται έτσι και το επιχείρημα περί «φορολεηλασίας Μητσοτάκη στη μεσαία τάξη και στους πιο αδύναμους», το οποίο προβάλλεται από όσους υποστηρίζουν πως οι πολίτες θα έβλεπαν περισσότερα χρήματα στην τσέπη τους αν μειώνονταν οι φόροι για να πέσουν οι τιμές.

Aύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για 700.000 φορολογουμένους

Tι θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2024 με το «φορολογικό πακέτο Μητσοτάκη»

Από την 1η Ιανουαρίου 2024, δηλαδή σε 6 μήνες από τώρα, μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες θα δουν το διαθέσιμο εισόδημά τους να αυξάνεται μέσα από το «φορολογικό πακέτο Μητσοτάκη» που θα τεθεί πολύ υψηλά στην ατζέντα μιας νέας διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία. Η αύξηση του αφορολόγητου ορίου κατά 1.000 ευρώ για πάνω από 700.000 φορολογουμένους θα κατέχει περίοπτη θέση στο πρόγραμμα των «πρώτων 100 ημερών διακυβέρνησης».

Πρακτικά, με την αύξηση αυτή το αφορολόγητο όριο θα διαμορφωθεί σε:

■ 10.000 από 9.000 ευρώ που ισχύει σήμερα για φορολογουμένους με ένα εξαρτώμενο τέκνο.
■ 11.000 από 10.000 ευρώ για τους φορολογουμένους με δύο παιδιά.
■ 12.000 από 11.000 ευρώ για όσους έχουν τρία εξαρτώμενα παιδιά.
■ 13.000 από 12.000 ευρώ για τους φορολογουμένους με τέσσερα εξαρτώμενα παιδιά.

Για τους φορολογουμένους χωρίς παιδιά το αφορολόγητο όριο παραμένει στα 8.636 ευρώ. Πιο αναλυτικά, το όφελος είναι ότι θα μειωθεί, από το επόμενο έτος, η παρακράτηση φόρου εισοδήματος από τους μισθούς και τις συντάξεις όσων οικογενειών έχουν ένα ή περισσότερα τέκνα.

Ειδικότερα, η παρακράτηση φόρου εισοδήματος θα μειωθεί:

■ Κατά 90 ευρώ σε ετήσια βάση ή κατά 6,4 έως 7,5 ευρώ σε μηνιαία βάση για τους ιδιωτικούς και δημοσίους υπαλλήλους με ένα εξαρτώμενο τέκνο και ετήσιο ατομικό εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ.
■ Κατά 220 ευρώ σε ετήσια βάση ή κατά 15,7 έως 18,33 ευρώ σε μηνιαία βάση για τους ιδιωτικούς και δημοσίους υπαλλήλους με δύο ή περισσότερα εξαρτώμενα τέκνα και ετήσιο ατομικό εισόδημα υψηλότερο των 11.000 ευρώ.
■ Για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες οι παραπάνω ετήσιες μειώσεις των 90 και των 220 ευρώ θα γίνουν αντιληπτές το 2025 με την υποβολή και εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων για τα εισοδήματα του 2024.

Για τους επαγγελματίες, θα νομοθετηθεί η σταδιακή μείωση του τέλους επιτηδεύματος των 400-650 ευρώ (που επιβάλλεται σήμερα σε περίπου 800.000 αυτοαπασχολουμένους) μέχρι την πλήρη κατάργησή του.

Συγκεκριμένα θα προβλέπεται:

■ μείωση του τέλους επιτηδεύματος:
■ κατά 20% το 2025, από τα 400-650 στα 320-520 ευρώ,
■ κατά 30% το 2026, από τα 520 στα 224-364 ευρώ,
■ πλήρης κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος από το 2027.

Σημειώνεται ότι το τέλος επιτηδεύματος επιβλήθηκε στα χρόνια των μνημονίων σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες ανεξάρτητα από το εάν έχουν κέρδη ή ζημιές. Η κατάργηση συστήνεται και από την Κομισιόν που υποστηρίζει την επανεξέτασή του, καθώς θα μπορούσε να βελτιώσει τη δομή της φορολογικής επιβάρυνσης των αυτοαπασχολούμενων, να ενθαρρύνει την εθελοντική φορολογική συμμόρφωση και να στηρίξει τις επενδύσεις.

Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των επαγγελματιών που εξαιρούνται από το τέλος επιτηδεύματος. Σήμερα, εξαιρούνται από το τέλος επιτηδεύματος φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και όσες επιχειρήσεις αυξάνουν (σε σχέση με το προηγούμενο φορολογικό έτος) τον συνολικό χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων τους, με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης 1 έτους και για διάστημα κατ’ ελάχιστον για τρεις μήνες ετησίως.

Η απαλλαγή παρέχεται σε επιτηδευματίες και μικρές επιχειρήσεις με ακαθάριστα έσοδα έως 2 εκατ. ευρώ ετησίως.
Εξάλλου το νέο οικονομικό επιτελείο αναμένεται να προχωρήσει σε έλεγχο και καταγραφή όλων των φοροαπαλλαγών που ισχύουν σήμερα για να προσδιοριστούν το κόστος για τον Προϋπολογισμό και τα οφέλη και οι κατηγορίες των δικαιούχων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού, ο αριθμός των φοροαπαλλαγών ανέρχεται σήμερα στις 1.047, με το δημοσιονομικό κόστος τους να φθάνει στα 12,88 δισ. ευρώ.

Παράλληλα θα εξεταστούν και αλλαγές στα κίνητρα (έκπτωση φόρου) για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και επέκταση των POS στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Στόχος είναι να περιοριστεί ακόμα πιο πολύ η χρήση μετρητών στις καθημερινές οικονομικές συναλλαγές των φορολογουμένων και οι επιχειρήσεις να «περνούν» μεγαλύτερο μέρος του ημερήσιου τζίρου τους μέσα από τα μηχανήματα POS ή από άλλα μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής.

Διαβάστε ακόμη

Αυτοί που χάραξαν νέες ρότες στη ναυτιλία (pics)

Φοροαπαλλαγές σε όσους καταγγέλλουν φοροφυγάδες

Ερντογάν: Περιοδεία σε χώρες του Κόλπου και στα Κατεχόμενα

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ